«Ο Κυδωνιών
Γρηγόριος έμεινε στην πόλη με τα γυναικόπαιδα, έκανε ό,τι του περνούσε για τη
σωτηρία του ποιμνίου του, διαβήματα, εκκλήσεις προς τους Τούρκους, νομίζοντας
πως ακόμα το κύρος της Εκκλησίας, τα προνόμια τα σουλτανικά, είχαν σημασία. Σε
λίγες μέρες άρχισαν να φτάνουν στο λιμάνι βαπόρια με αμερικανική σημαία, να
παραλάβουν τα γυναικόπαιδα.
Οι Τούρκοι
είπαν στην αρχή:
“Η άδεια της αναχωρήσεως ισχύει μόνο
για 24 ώρες. Όσοι δεν προλάβουν να φύγουν, θα μεταφερθούν στο εσωτερικό της
Ανατολής!”...
Ο Δεσπότης
πήγε και βρήκε τον Τούρκο φρούραρχο. Είχε πάντα το κουράγιο να μιλά αυστηρά, αν
και μάντευε το τέλος που τον περίμενε. Διαμαρτυρήθηκε: πόσοι προλαβαίνουν να
μπαρκάρουν σε 24 ώρες με τα λίγα μέσα που υπήρχαν; Επέστρεψε στη Μητρόπολή του
κατώδυνος την ψυχήν:
“Φύγετε όλοι αμέσως! Ο σώζων εαυτόν
σωθήτω!”
Του είπαν να
ετοιμασθή να φύγη και εκείνος. Αρνήθηκε:
“Εφόσον και ένας ακόμη εκ των πιστών
του ποιμνίου μου ευρίσκεται εδώ, θα
μείνω και εγώ”.
Την 30
Σεπτεμβρίου του 1922 οι Τούρκοι ορίσανε ως ημέρα που θα επέτρεπαν και στους
παπάδες των ένδεκα μεγάλων εκκλησιών του Αϊβαλιού να φύγουν. Ο Δεσπότης πάλι
είπε:
“Εγώ είμαι υποχρεωμένος να μείνω”.
Επειδή
έμεναν ακόμη χριστιανοί στην πόλη. Και είχε γνωσθεί η τελευταία αγριότητα. Όταν
οι Τούρκοι μάζεψαν τους άντρες από 18 – 45 ετών και τους σκοτώνανε έξω απ’ την
πόλη, είχαν εξαιρέσει από αυτή την ομαδική στρατολογία και σφαγή τα σινάφια:
τους επαγγελματίες, τους φουρναραίους, τους χτίστες, τους μαραγκούς. Ο
διευθυντής της αστυνομίας τους κάλεσε όλους να παρουσιαστούνε. Τους πήγαν σ’
ένα λόφο λεγόμενο «Μπογιά» και τους σκότωσαν με τσεκούρια. Ένας μόνο γλύτωσε
και είπε το τι έγινε.
Τέλος,
πιάσαν τον Δεσπότη και τους παπάδες. Ύστερα από τέσσερις μέρες φυλακή και
βασανιστήρια, τους σηκώσανε και τους οδήγησαν έξω απ’ την πόλη … Τους
γυμνώσανε, τους δέρνανε, τους βιάζανε να περπατούν ξυπόλητοι …
Ήμουν με την
προτελευταία αποστολή σκλάβων που οι Τούρκοι οδηγούσανε στο εσωτερικό της
Ανατολής. Γυμνοί, πεινασμένοι, διψασμένοι, καταματωμένοι, είχαμε φτάσει στην
Πέργαμο. Μας ρίξαν σε μια αποθήκη. Την άλλη μέρα, κατά το μεσημέρι, άνοιξε η
πόρτα και μπήκε ένα νέο κοπάδι σκλάβων. Ήταν, σε αξιοθρήνητη κατάσταση, οι
παπάδες του Αϊβαλιού: αλλοσούσουμοι, καταματωμένοι κι αυτοί, με ξεσκισμένα
ράσα, πεινασμένοι, ξυπόλητοι, άγριοι απ’ τη μαρτυρική πορεία. Ο Κυδωνιών
Γρηγόριος, αν και είχε ξεκινήσει μαζί τους, δεν έφτασε στην Πέργαμο. Έξω απ’ το
Αϊβαλί οι Τούρκοι τον ξεχωρίσανε μαζί με μερικούς άλλους απ’ το κοπάδι και τον
παραδώσανε σ’ ένα απόσπασμα εκτελεστικό που είχε, εκτός απ’ τα όπλα και
φτυάρια. Οι άλλοι παπάδες συνεχίσανε το δρόμο. Σαν πέρασε λίγη ώρα, ακούσανε
πίσω τους ντουφεκιές. Το απόσπασμα ενώθηκε μαζί τους αργότερα. Ένας Τούρκος του
αποσπάσματος είπε:
“Τον Δεσπότη τον θάψαμε ζωντανό. Οι
ντουφεκιές ήταν για τους άλλους”.
Απ’ την
Πέργαμο συνεχίσαμε τη μαρτυρική πορεία προς το εσωτερικό της Ανατολής, μαζί με
τους παπάδες. Έξω απ’ την Πέργαμο σκοτώσαν το γερο – ιερέα της ενορίας μας, που
δεν μπορούσε να βαδίση. Τον παραδώσανε στον όχλο – στους πολίτες και στα παιδιά
– που παρακολουθούσαν τη θλιβερή θεωρία. Κι ο όχλος τον σκότωσε μπρος στα μάτια
μας με λιθοβολισμό.
Φτάσαμε στο
Κιρκαγάτς. Εκεί, τη νύχτα, οι Τούρκοι ξεχώρισαν τους παπάδες και τους πήραν
δεμένους να τους πάνε στο Αξάρι. Μάθαμε πως αργότερα τους σκότωσαν στο δρόμο.
Από 3.000
άνδρες που πιάσανε οι Τούρκοι στο Αϊβαλί, τον ανθό του πληθυσμού, σωθήκαμε και
φτάσαμε, ύστερα από δεινά πολλά, στην Ελλάδα είκοσι τρεις ψυχές (αριθμός 23).
Αυτή τη
μαρτυρία καταθέτω για την Ορθοδοξία της Μικρασίας, που έδιδε αγίους και
μάρτυρες ταπεινούς και αφανείς, επειδή τους οδηγούσε ένα μόνο: η πίστη και το
χρέος.»
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ
ΗΛΙΑ ΒΕΝΕΖΗ «ΜΙΚΡΑΣΙΑ ΧΑΙΡΕ»
ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ
Ο Ηλίας Βενέζης ήταν Έλληνας λογοτέχνης, μέλος της Ακαδημίας
Αθηνών. Έγινε γνωστός με τα μυθιστορήματά του Το νούμερο 31328, και Γαλήνη. Στη
διάρκεια της πολύχρονης παρουσίας του στα γράμματα, ασχολήθηκε με όλες σχεδόν
τις μορφές γραπτού λόγου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου