Θα ’θελα να
ερχόσουν κοντά μου ένα χειμωνιάτικο βράδυ και, πλάι – πλάι ο ένας στον άλλον,
πίσω από τα παράθυρα, να κοιτάζαμε τους χειμώνες των παραμυθιών όπου ζήσαμε
μαζί χωρίς να το ξέρουμε. Από τα ίδια μαγεμένα μονοπάτια περάσαμε εσύ κι εγώ,
με βήματα δειλά διασχίσαμε τα γεμάτα από λύκους δάση και ενώ φτερούγιζαν τα
κοράκια, τα ίδια ξωτικά μάς στόχευαν από τους πύργους με τις τούφες των βρύων...
Μαζί, δίχως
να το ξέρουμε, ίσως κοιτάζαμε από κει προς τη μυστηριώδη ζωή που μας περίμενε.
Εκεί μάς έκαναν να σκιρτήσουμε για πρώτη φορά τρελοί και τρυφεροί πόθοι. «Θυμάσαι;»,
θα λέγαμε ο ένας στον άλλον, καθώς θα σφιχταγκαλιαζόμαστε γλυκά στη ζεστή
κάμαρα, και συ θα μου χαμογελούσες γεμάτη εμπιστοσύνη ενώ έξω θα ηχούσαν
ανυπόφορα οι λαμαρίνες που τις τράνταζε ο αέρας. Μα εσύ – τώρα θυμάμαι – δεν
ξέρεις τα παμπάλαια παραμύθια με τον βασιλιά χωρίς όνομα, με τους δράκους, με
τους μαγικούς κήπους. Ποτέ δεν θα περνούσες συνεπαρμένη κάτω απ’ τα μαγικά
δέντρα που μιλούν μ’ ανθρώπινη φωνή, δεν θα χτυπούσες ποτέ την πύλη του έρημου
κάστρου, δεν θα περπατούσες στη νύχτα ακολουθώντας κάποιο μακρινό φως, δεν θ’
αποκοιμιόσουν κάτω από τ’ άστρα της Ανατολής, ενώ σε νανούριζε το λίκνισμα μιας
ιερής πιρόγας. Πίσω από τα παράθυρα, εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ, ίσως να
μέναμε άφωνοι, εγώ χαμένος στα νεκρά παραμύθια, εσύ μέσα σε άλλες, άγνωστες για
μένα έγνοιες. Θα σε ρωτούσα: «Θυμάσαι;», αλλά εσύ δεν θα θυμόσουν.
Θα ’θελα να περπατήσω
μαζί σου μιαν ανοιξιάτικη μέρα, όταν ο ουρανός θα είναι γκρίζος και τα μαραμένα
φύλλα της εποχής που πέρασε θα παρασύρονται στους δρόμους απ’ τον άνεμο, στις
γειτονιές των προαστίων· και θα ’θελα να ήταν Κυριακή. Σε τέτοιους τόπους
κάνεις συχνά σπουδαίες και μελαγχολικές σκέψεις κι αυτές τις ώρες πλανιέται η
ποίηση, σμίγοντας τις καρδιές εκείνων που αγαπιούνται. Γεννιούνται ακόμα
ανομολόγητες ελπίδες, ευνοημένες απ’ τους απέραντους ορίζοντες πίσω από τα
σπίτια, από τα τρένα που φεύγουν, από τα σύννεφα του βορρά. Θα κρατιόμαστε από
το χέρι και θα περπατάμε με ανάλαφρο βήμα, συζητώντας πράγματα παράλογα, ανόητα
και αγαπημένα. Μέχρις ότου ανάψουν οι φανοστάτες κι από τις άθλιες
πολυκατοικίες αρχίσουν να κυκλοφορούν οι ζοφερές ιστορίες των πόλεων, οι
περιπέτειες, τα ονειροπόλα ρομάντζα. Και τότε εμείς θα σιωπήσουμε κρατημένοι
πάντα από το χέρι, αφού οι ψυχές μας θα μιλούν σιωπηρά. Μα, εσύ – τώρα θυμάμαι
– ποτέ δεν μου είπες πράγματα παράλογα, ανόητα και αγαπημένα. Δεν μπορεί λοιπόν
ν’ αγαπάς εκείνες τις Κυριακές που λέω, ούτε η ψυχή σου μπορεί να μιλάει
σιωπηλά στη δική μου, δεν αναγνωρίζεις όταν πρέπει τη μαγεία των πόλεων, ούτε τις
ελπίδες από το βορρά. Είσαι διαφορετική από μένα, κι αν ερχόσουν εκείνη τη μέρα
να περπατήσουμε θα παραπονιόσουν πως είσαι κουρασμένη, και τίποτε άλλο.
Θα ’θελα
ακόμα να βρεθώ μαζί σου το καλοκαίρι σε μιαν ερημική κοιλάδα, χαρούμενος από
πράγματα απλά, να εξερευνήσω τα μυστικά των δασών, των λευκών δρόμων, κάποιων
έρημων σπιτιών. Να σταθώ στην ξύλινη γέφυρα και να κοιτάξω το νερό που κυλάει,
ν’ αφουγκραστώ στα τηλεγραφόξυλα εκείνη τη μεγάλη, ατέλειωτη ιστορία που ξεκινά
απ’ την αρχή του κόσμου και ποιος ξέρει που θα καταλήξει. Να κόψω τα λουλούδια
των αγρών κι εκεί, ξαπλωμένοι στο χορτάρι, μες στη σιωπή της λιακάδας, ν’
ατενίσουμε τις ουράνιες αβύσσους, τα λευκά συννεφάκια που περνούν και τις
κορυφές των βουνών. Ενώ θα φτερούγιζαν τα κοράκια θα ’λεγες: «Τι ωραία!» Τίποτ’
άλλο δεν θα ’λεγες, γιατί θα ήμασταν ευτυχισμένοι, καθώς το κορμί μας θα είχε
χάσει το βάρος των χρόνων και οι ψυχές μας θα είχαν ξανανιώσει, λες και μόλις
γεννήθηκαν. Μα, εσύ – σκέφτομαι τώρα – θα κοιτούσες τριγύρω δίχως να
καταλαβαίνεις, φοβάμαι ότι θα σταματούσες ανήσυχη να δεις την κάλτσα σου, θα
μου ζητούσες άλλο ένα τσιγάρο, ανυπομονώντας να επιστρέψεις. Και δεν θα ’λεγες:
«Τι ωραία!», μα άλλα ασήμαντα πράγματα, αδιάφορα για μένα. Γιατί, δυστυχώς, είσαι
έτσι. Και δεν θα ήμασταν ούτε για ένα λεπτό ευτυχισμένοι.
Θα ’θελα
αλήθεια – άσε με να σ’ το πω – θα ’θελα αγκαλιά να διασχίσουμε τους μεγάλους
δρόμους των πόλεων ένα σούρουπο του Νοεμβρίου, όταν ο ουρανός είναι σαν
κρύσταλλο. Όταν τα φαντάσματα της ζωής τρέχουν πάνω από τους τρούλους
αγγίζοντας σχεδόν τους θλιβερούς ανθρώπους. Όταν οι μνήμες ευτυχισμένων εποχών
και οι καινούργιοι οιωνοί περνούν πάνω απ’ τη γη αφήνοντας πίσω τους κάτι σαν
μουσική. Με άδολη παιδική έπαρση θα κοιτάζουμε τα πρόσωπα των άλλων, χιλιάδες
πρόσωπα που μας προσπερνούν σαν ποτάμια. Χωρίς να το ξέρουμε, θα εκπέμπουμε
χαρά κι όλοι θα αναγκάζονται να μας κοιτάζουν, όχι από φθόνο, ούτε από κακία,
αλλά χαμογελώντας καλοσυνάτα, ενώ το βράδυ θα γιατρεύει τις αδυναμίες των
ανθρώπων. Μα, εσύ – το ξέρω καλά – αντί να κοιτάζεις τον κρυστάλλινο ουρανό και
τις εναέριες γραμμές του ηλεκτρικού που τις χτυπάει ο ήλιος, θα θέλεις να
σταματήσεις για να δεις τις βιτρίνες, κοσμήματα, μεταξωτά, όλα εκείνα τα μικρά
κι ασήμαντα.
Και δεν θα
καταλάβεις τα φαντάσματα ούτε τους οιωνούς που περνούν, δεν θα νιώσεις, όπως
εγώ, το κάλεσμα μιας υπεροπτικής μοίρας. Δεν θα μπορούσες ν’ ακούσεις εκείνη τη
μουσική, δεν θα καταλάβαινες γιατί οι άνθρωποι σε κοιτάζουν με βλέμμα γεμάτο
καλοσύνη. Θα σκεφτόσουν το μίζερο αύριο ενώ από πάνω σου τα χρυσά αγάλματα,
στους οβελίσκους, θα ’βγαζαν άσκοπα τα ξίφη τους στις τελευταίες ηλιαχτίδες. Κι
εγώ θα ήμουν μόνος. Είναι ανώφελο. Ίσως όλα είναι ανοησίες, και συ να είσαι
καλύτερή μου. Ίσως να έχεις δίκιο εσύ και ήταν ανόητο να προσπαθήσω. Αλλά
τουλάχιστον, αυτό ναι, θα ήθελα να σε ξαναδώ. Έστω κι έτσι, θα είμαστε μαζί,
κάπως θα βρούμε τη χαρά. Δεν έχει σημασία αν θα ’ναι μέρα ή νύχτα, καλοκαίρι ή
φθινόπωρο, σε μιαν άγνωστη χώρα, σ’ ένα σπιτάκι κάποιου άθλιου τόπου. Θα μου
αρκούσε να είσαι πλάι μου. Εγώ δεν θα είμαι εδώ για ν’ ακούσω – στο υπόσχομαι –
τους παράξενους τριγμούς της στέγης, δεν θα κοιτάζω τα σύννεφα, ούτε θα δίνω
σημασία στις μουσικές ή στον άνεμο. Θα αρνηθώ αυτά τα ανώφελα πράγματα που
ωστόσο αγαπώ. Θα έχω υπομονή αν δεν καταλαβαίνεις ό,τι σου λέω, αν θα μιλάς για
πράγματα που μου είναι ξένα, αν θα γκρινιάζεις για τα παλιά σου ρούχα και τα
χρήματα. Δεν θα συντροφεύουν τον έρωτά μας η λεγόμενη ποίηση, οι κοινές
ελπίδες, τα μελαγχολικά πράγματα. Όμως θα είσαι πλάι μου. Και θα δεις, θα
είμαστε ευτυχισμένοι, άντρας γυναίκα, μόνοι.
Μα εσύ –
σκέφτομαι τώρα – είσαι πολύ μακριά, εκατοντάδες χιλιόμετρα, δύσκολο να τα
διατρέξεις. Ζεις μια ζωή που αγνοώ κι άλλοι άντρες είναι δίπλα σου, που ίσως
τους χαμογελάς, όπως κάποτε σε μένα. Έφτασε λίγος χρόνος για να με ξεχάσεις.
Ίσως δεν μπορείς να θυμηθείς το όνομά μου. Έχω πια απομακρυνθεί από σένα,
μπερδεμένος σε αναρίθμητες σκιές. Δεν μπορώ παρά να σε σκέφτομαι, και μ’ αρέσει
να σου μιλώ για όλα αυτά.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΝΤΙΝΟ
ΜΠΟΥΤΖΑΤΙ, ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ», ΤΕΥΧΟΣ 189 – 190
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου