Η Πιέρα
μένει σ’ ένα καινούργιο σπίτι, έχει ένα διαμερισματάκι με μεγάλο μπαλκόνι,
αρκετά καλόγουστα έπιπλα, μια μεγάλη ντουλάπα γεμάτη ρούχα. Ο Αντόνιο όμως δεν
έχει περιέργεια να κοιτάξει, ο κόσμος όλος στροβιλίζεται μέσα του!
«Άντε κάθισε, έχεις κάτι μούτρα …
Αισθανόσουν να σου λείπει ο αέρας όταν σου μιλούσα για την αγάπη σου; Ναι, εγώ
είμαι κακιά, το ξέρεις ότι είμαι κακιά;»
«Όχι δεν έχεις φάτσα κακιάς».
«Μαζί σου όμως πρέπει να είμαι κακιά,
τώρα καταλαβαίνω πολλά πράγματα, εγώ στη θέση της Λάιντε θα σου έκανα
χειρότερα».
«Γιατί;»
«Γιατί παρ’ όλη την εξυπνάδα σου είσαι
ο πιο κουτός άνθρωπος που συνάντησα ποτέ. Κι όπως πίστευες όλες αυτές τις
ιστορίες που σου έλεγε η Λάιντε, έτσι τώρα πιστεύεις αυτά που σου λέω εγώ …»...
«Δεν είναι αλήθεια λοιπόν;»
«Δεν ξέρω. Κάποια είναι αληθινά, άλλα
είναι λιγότερο αληθινά, εσύ είχες ανάγκη από ένα κρύο ντους απόψε», και σκάει
στα γέλια.
«Είναι βέβαια φριχτά πράγματα, το
καταλαβαίνεις ότι για μένα …»
«Φυσικά και το καταλαβαίνω αφού σου τα
είπα επίτηδες. Τώρα όμως, αφού μιλήσαμε για τη Λάιντε, γιατί να μη μιλήσουμε
λίγο και για σένα;»
«Με ποια έννοια;»
«Για πες μου, για παράδειγμα: εσύ τώρα
τη μισείς, την περιφρονείς, ποιος ξέρει τι βλαστήμιες της σούρνεις. Θα τη
στραγγάλιζες, έτσι δεν είναι;»
«Θα παραδέχεσαι βέβαια ότι μου φέρθηκε
σαν …»
«Σαν πουτάνα θέλεις να πεις; Πιστεύεις
ότι εσύ είσαι καλύτερος απ’ αυτή;»
«Εγώ την αγαπούσα, ήμουν πάντα τίμιος
μαζί της».
«Για πες την αλήθεια: θα την
παντρευόσουν;»
«Τι κουβέντες είναι αυτές. Αρκεί να
σκεφτείς τη διαφορά ηλικίας. Κι αυτή η ίδια θα έλεγε όχι».
«Τη διαφορά ηλικίας, μη με κάνεις να
γελώ. Δεν ήσουν ερωτευμένος;»
«Δυστυχώς».
«Λοιπόν: θα την παντρευόσουν;»
«Μα σκέψου μόνο τη ζωή που έκανε».
«Εδώ σε ήθελα, αγαπητέ μου κύριε από
καλή οικογένεια. Είσαι ένας αστός, να τος ο κόμπος, αηδιαστικά αστός, με το κεφάλι
σου γεμάτο αστικές προκαταλήψεις, περήφανος για τον αστικό σου καθωσπρεπισμό.
Τι θα τον έκανε η Λάιντε τον αστικό σου καθωσπρεπισμό; Κι εσύ τι ήσουν για
κείνη;»
«Εγώ την αγαπούσα στα σοβαρά.»
«Στα σοβαρά; Απλώς αρρώστησες γι’ αυτή,
την είχες ανάγκη, έκανες τα πάντα για να την αποκτήσεις, με ζωώδη τρόπο αλλά τα
έκανες. Τη θεωρούσες κάτι σαν ατύχημα, είναι αλήθεια ή όχι ότι τη θεωρούσες
ατύχημα;»
«Ήταν ατύχημα».
«Και το λες έρωτα αυτό; Μα την άφησες
να μπεις στη ζωή σου; Της επέτρεψες να μπει σπίτι σου; Της γνώρισες την
οικογένειά σου;»
«Αυτά είναι παραλογισμοί».
«Παραλογισμοί, το ξέρω. Χτύπησα κι εγώ
πάνω σ’ αυτόν τον καταραμένο τοίχο. Αν θες να ξέρεις είχα κι εγώ ένα φίλο, ένα
μηχανικό, ένα όμορφο αγόρι. Θα ήθελε να με παντρευτεί. Ήταν κι αυτός αστός αλλά
λίγο λιγότερο αστός από σένα. Όταν το έμαθε η μαμά του έγινε η συντέλεια του
κόσμου, αν παντρευτείς αυτήν εκεί, είπε, εγώ θα σε θεωρήσω νεκρό. Μια γυναίκα
με αυστηρές αρχές, α! πως μ’ αρέσουν εμένα οι αυστηρές αρχές!»
«Και σε άφησε;»
«Όχι. Βλεπόμαστε ακόμα. Εγώ όμως είμαι
η πουτάνα, καταλαβαίνεις, γι’ αυτόν θα είμαι πάντα η πουτάνα. Μας θεωρείτε
κατώτερη ράτσα εσείς οι αστοί, ακόμα κι όταν μας έχετε ανάγκη. Ακόμα κι όταν
σέρνεστε στα πόδια μας. Κι εσύ το λες έρωτα αυτό; Η κοινωνική θέση, η εκτίμηση
του κόσμου, η αξιοπρέπεια, το οικογενειακό γόητρο, όμορφα λόγια, μα ποιος μας
έκανε ό,τι είμαστε; Εγώ τη φτύνω την αξιοπρέπεια σας».
«Υπάρχουν χιλιάδες κοπέλες που
δουλεύουν».
«Το περίμενα, το περίμενα εδώ και μισή
ώρα. Η απαραίτητη ερώτηση: μα γιατί δεν πάτε να δουλέψετε; Θέλεις να ξέρεις το
γιατί; Γιατί εσείς οι αστοί με τα βρομερά λεφτά σας μας εμποδίσατε να πάμε να
δουλέψουμε ».
«Μήπως είσαι μαρξίστρια;»
«Μα τι μαρξίστρια! Εγώ είμαι φασίστρια.
Τι δουλειά έχει εδώ ο μαρξισμός, αν θέλεις έχει σχέση με τη χριστιανική αγάπη. Αναρωτήθηκες
ποτέ που γεννήθηκε η Λάιντε, σε ποιο περιβάλλον μεγάλωσε, με ποιους ανθρώπους
έζησε, τι μόρφωση είχε, ποιοι την αγάπησαν πραγματικά όταν ήταν παιδί; Σου είπα
φριχτά πράγματα γι’ αυτή, μα ξέρεις τι σου λέω; Είναι πολύ λιγότερο πουτάνα από
μένα η Λάιντε. Αυτή δεν έχει τη δική μου μανία, σκέφτεται το καλό της όνομα,
δεν έχει το δικό μου κουράγιο, ίσως και γιατί – συγγνώμη – είναι λιγότερο
έξυπνη. Εκείνη, εγώ ίσως όχι, εκείνη αν είχε γεννηθεί σε μια οικογένεια σαν τη
δική σου, πιστεύεις ότι θα γινόταν πόρνη; Θα έβγαινε μια γυναίκα με αυστηρές
αρχές, σαν να τη βλέπω εμπρός μου, απόλυτη με τις γυναίκες ελευθέρων ηθών. Ίδια
η παρά λίγο πεθερά μου, που να την πάρει ο διάολος».
«Μα γιατί μου κάνεις κήρυγμα; Νομίζεις
ότι είμαι ένας ηλίθιος ηθικολόγος; Στο κάτω – κάτω πιστεύω ότι είμαι ένας
άνθρωπος χωρίς πολλές προκαταλήψεις, έτσι;»
«Ωραία δύναμη. Όταν σε βολεύει. Όταν
γυρνάς στο σπίτι όμως αφήνεις στην εξώπορτα την έλλειψη προκαταλήψεων».
«Καλά. Κι εκείνη τι έκανε για να με
πλησιάσει;»
Η Πιέρα σιωπά, τον κοιτά μ’ ένα
μελαγχολικό και αγαθό χαμόγελο. «Πες μου, εγκέφαλε. Προσπάθησες ποτέ να μπεις
στη θέση της; Για στίψε λίγο το μυαλό σου. Εσύ είσαι ένα κοριτσόπουλο που
επιβιώνει όσο μπορεί κάνοντας την πόρνη. Συναντάς έναν ηλικιωμένο άντρα που
λέει ότι είναι ερωτευμένος μαζί σου, έναν εργένη όχι πλούσιο αλλά με αρκετά
λεφτά. Κι αυτός ο άντρας δε σου προτείνει να σε παντρευτεί, όχι, γιατί αυτό δε
θα ήταν καθώς πρέπει. Οι κοινωνικές συμβάσεις και άλλες βλακείες του είδους.
Αυτός σου προτείνει να γίνεις η επίσημη ερωμένη του και σου προσφέρει ένα
μισθό. Ζητά να σε αγοράσει με λίγα λόγια. Εσύ κάνεις τους λογαριασμούς σου,
αξιολογείς αν σε συμφέρει και δέχεσαι. Αυτός σε πληρώνει κι αφού σε πληρώνει
πρέπει να βγαίνεις μαζί του, να πηγαίνεις βόλτα μαζί του, να πηγαίνεις στο
κρεβάτι μαζί του. Επειδή σε πληρώνει. Επιπλέον είναι σοβαρά ερωτευμένος μαζί
σου, άρα ζηλιάρης, φιλύποπτος, ανιαρός. Εσύ όμως δεν είσαι η γυναίκα του, είσαι
μόνο η παράνομη φιλενάδα, η μικρή παλλακίδα. Δεν επιτρέπεται να πας στο σπίτι
του, δεν πηγαίνεις στα σπίτια των φίλων του, αυτός κάνει τη ζωή του· στην
πραγματική του ζωή, σ’ αυτήν που μετράει, εσύ δεν έχεις καμιά θέση. Το έπιασες;
Και τώρα εσύ, κοπέλα μου, πρέπει να μου πεις αν μπορείς να τον αγαπήσεις
πραγματικά».
«Γι’ αυτήν ήταν πάντα καλύτερα από πριν».
«Είσαι σίγουρος; Καλύτερα όσον αφορά
την οικονομική ασφάλεια, αυτό ναι, αλλά που βάζεις την ελευθερία; Την πουλάς
στον καλύτερο αγοραστή με την υποχρέωση της αποκλειστικότητας».
«Ποτέ δεν της αρνήθηκα την ελευθερία».
«Έχεις ένα θράσος! Έτσι λοιπόν, αν
ήξερες ότι πήγαινε στο κρεβάτι τακτικά με εκείνον τον προβατομούρη, πως τον
λένε;»
«Τον Μαρτσέλο;»
«Ναι. Αν ήξερες ότι πήγαινε στο κρεβάτι
με τον Μαρτσέλο, τι θα έλεγες;»
«Μου φαίνεται ότι ζητάς πολλά».
«Τότε τι ελευθερία είναι αυτή; Σιγά με
το ουίσκι, φίλε, ακόμα κι αν σου ματώνει η καρδιά. Δεν το κάνω από τσιγκουνιά,
άλλωστε μου το χάρισαν. Είναι όμως το τέταρτο αν δεν κάνω λάθος και πρέπει να
οδηγήσεις μέχρι το σπίτι σου».
«Μια γουλιά ακόμα. Ήταν μια φριχτή
βραδιά».
«Καίει η αλήθεια; Καίει, εγκέφαλέ μου;»
«Εσύ λες λοιπόν πως ό,τι έκανα ήταν
λάθος;»
«Κοίτα, δεν μπορούσες να λαθέψεις
περισσότερο».
«Και τι θα έπρεπε να κάνω τότε;»
«Τίποτα. Δε θα μπορούσες να κάνεις
τίποτα. Δυστυχώς έτσι είναι ο κόσμος».
«Θα παραδεχτείς ότι αν είχε άλλο
χαρακτήρα …»
«Αν είχε άλλο χαρακτήρα εσύ δεν θα την
ερωτευόσουν, έτσι δεν είναι;»
«Κανείς δεν την εμπόδιζε να είναι πιο
τίμια μαζί μου».
«Εσύ την εμπόδιζες. Εσύ την αγόραζες με
μηνιαίες δόσεις. Εκείνη σου πουλούσε το σώμα της κι εσύ απαιτούσες και την
ψυχή. Το καταλαβαίνεις ότι για μια κοπελίτσα δεν μπορούσε να υπάρξει τίποτα το
χειρότερο; Ακόμα και αγία να ήταν, θα της ερχόταν η όρεξη να σου περάσει το
κέρατο. Κι αν δεν το καταλαβαίνεις αυτό θα πει ότι τρως πραγματικά κουτόχορτο».
«Εγώ λοιπόν θα έπρεπε να τη συγχωρέσω;»
«Να τη συγχωρέσεις; Να μη σου περνάει καθόλου
από το μυαλό. Θέλεις να καταστραφείς ολοκληρωτικά; Δε σου μένει άλλο από το να
τη ξεχάσεις, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Καλύτερα για σένα βέβαια. Είσαι απίστευτα
μαλάκας αλλά είσαι πολύ συμπαθητικός άνθρωπος. Ένας ιδιαίτερα αξιοσημείωτος
τύπος, δεν υπάρχει αμφιβολία, σου το έχουν πει ποτέ;» Σκάει στα γέλια. «Μου
είσαι πολύ συμπαθής, αν θες να ξέρεις. Μου προξενείς τρυφερότητα. Μοιάζεις με
τρομαγμένο πουλάκι με σπασμένο φτερό».
«Δεν έχεις και άδικο».
«Καλύτερα όμως να μη βλεπόμαστε. Τη
Λάιντε δεν τη βλέπω εδώ και μήνες. Μου είπαν ότι τα έχει μαζί μου και δεν ξέρω
την αιτία. Αλλά ήμουν φίλη της. Κι αν συνεχίσεις να με βλέπεις, κάθε φορά, καταλαβαίνεις;
… Θα δυσκολευόσουν να γιατρευτείς … αλλά αν σ’ ευχαριστεί …»
«Πιέρα, είσαι πολύ καλό κορίτσι κατά
βάθος …»
«Εγώ … μια κακομοίρα είμαι κι εγώ, να
τι είμαι … είμαι μια πουτάνα, μια πουτάνα … Θεέ μου!»
Έπεσε μπρούμυτα στο σοφά σκεπάζοντας με
τα χέρια το πρόσωπό της, οι πλάτες της τινάζονται με σιγανούς λυγμούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου