1. Γιατί τον
έρωτα με είχαν μάθει να τον βλέπω σαν αμαρτία, μολυσμό της ψυχής, ύπουλη
απαίτηση της σάρκας. Όλη μου η θρησκευτικότητα ήταν ένας ανέραστος ατομισμός,
μια έγνοια να μείνω εγώ «καθαρός», να αποκτήσω εγώ αρετές, να διαπρέψω εγώ σε
πνευματικά αθλήματα – εγώ να τα κατορθώσω όλα αυτά, με τη δύναμη βέβαια του
Θεού, αλλά με τελικό σκοπό τη δική μου επίγεια αναγνώριση και αιώνια
εξασφάλιση. Ούτε υποψιαζόμουν τι θα πει να ξεχνάς τον εαυτό σου παλαβώνοντας
από αγάπη, να αδειάζεις από το θέλημά σου, τις φιλοδοξίες σου, να παραιτείσαι
από κάθε βολή και εξασφάλιση, να παίζεις ακόμα και την ψυχή σου μόνο επειδή
αγαπάς, επειδή ζεις τον έρωτα σαν κάτι υψηλότερο από την όποια αρετή,
πολυτιμότερο και από την ίδια την ζωή – και όχι άδικα, αφού ο έρωτας
είναι η «όντως ζωή», η εικόνα μέσα μας του Τριαδικού
τρόπου ζωής.
(Χρήστος Γιανναράς:
Καταφύγιο ιδεών)...
2. Ένας Άραβας
λέει πως χάνω τον καιρό μου, όπως τον καιρό του χάνει εκείνος που ψάχνει για
χνάρια του πουλιού στον αέρα ή του ψαριού στο νερό.
(Αλ. Καρπεντιέρ: Ο αιώνας
των φώτων)
3. Τις
υποθέσεις της τέχνης τις κρίνει ο οργανισμός μας – κι όχι το μυαλό. Αποφασίζουν
τα κύτταρα, η μυστική χημεία του καθενός. Γι’ αυτό είναι περιττά τα λόγια. Άσε
που με τα λόγια κατασκευάζουμε μια πλαστή κάθε φορά εικόνα του αισθήματός μας,
αφού τα πιο βαθιά αισθήματα ούτε τα ξέρουμε, ούτε τα έχουμε δει ποτέ. «Απλώς» μας διαπερνούν.
(Στ. Τσαγουρασιάνος,
Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 6 – 11 – 1988 )
4. Πιστεύω ότι
η αλήθεια είναι καλή στα μαθηματικά, στη χημεία, τη φιλοσοφία. Όχι στη ζωή.
Εξάλλου ξέρουμε μήπως τι είναι η αλήθεια; Αν σου πω ότι εκείνο το παντζούρι του
παραθύρου είναι μπλε, σου λέω μια αλήθεια. Όμως το παράθυρο δεν είναι μόνο του,
βρίσκεται σ’ ένα σπίτι, σε μια πόλη, σ’ ένα τοπίο. Περιβάλλεται από το γκρίζο
αυτού του τσιμεντένιου τοίχου, το γαλάζιο αυτού του ουρανού, εκείνα τα μακρινά
σύννεφα και άπειρα ακόμα πράγματα. Και αν δεν τα πω όλα αυτά, απολύτως όλα
αυτά, τότε λέω ψέματα. Είναι όμως αδύνατο να τα πει κανείς όλα. Ακόμα και σ’
αυτή την απλή περίπτωση του παραθύρου, μονάχα ένα κομμάτι της φυσικής του
πραγματικότητας μπορεί να αποτελεί μια αλήθεια. Η πραγματικότητα είναι άπειρη,
έχει άπειρες αποχρώσεις και αν θυμηθώ μια μονάχα απόχρωση, λέω ήδη ψέματα.
Φαντάσου λοιπόν τι σημαίνει αλήθεια προκειμένου για τα ανθρώπινα όντα, με την
πολυπλοκότητά τους, τις μεταπτώσεις τους, τις αντιφάσεις τους και τις αέναες
μεταμορφώσεις τους. Γιατί κάθε στιγμή αλλάζουμε και αυτό που ήμασταν τη μια
στιγμή δεν είμαστε την επόμενη! Ή μήπως είμαστε πάντα το ίδιο πρόσωπο; Έχουμε
μήπως τα ίδια συναισθήματα πάντα; Είναι δυνατόν να αγαπάμε κάποιον και ξαφνικά
να τον υποτιμήσουμε, μέχρι και να τον μισήσουμε. Και εάν τον μισήσουμε και
κάνουμε το λάθος να του το πούμε, αυτό είναι μεν μια αλήθεια, όμως μια
στιγμιαία αλήθεια που θα πάψει να ισχύει σε μια ώρα ή την άλλη μέρα ή κάτω από
άλλες συνθήκες. Το χειρότερο δε είναι ότι το πρόσωπο που του είπαμε ότι το
μισούμε θα πιστέψει ότι αυτή είναι η αλήθεια από πάντα και για πάντα.
Και θα βυθιστεί στην απελπισία.
(Ερνέστο Σάμπατο: Περί ηρώων
και τάφων)
5. Οι άνθρωποι
φωνάζουν πως θέλουν να δημιουργήσουν ένα καλύτερο μέλλον, αλλά αυτό δεν είναι
αλήθεια. Το μέλλον είναι ένα αδιάφορο κενό που δεν ενδιαφέρει κανένα, ενώ το
παρελθόν σφύζει από ζωή και η όψη του μας διαγείρει, μας ζεσταίνει, μας
προσβάλλει, έτσι που θέλουμε να το καταστρέψουμε ή να το βελτιώσουμε. Οι
άνθρωποι θέλουν να γίνουν κυρίαρχοι του μέλλοντος μόνο και μόνο για να μπορούν
να αλλάζουν το παρελθόν. Αγωνίζονται να μπουν στο εργαστήρι όπου εκεί ρετουσάρουν
τις φωτογραφίες και πλαστογραφούν βιογραφίες και ιστορία.
(Μίλαν Κούντερα: Το βιβλίο
του γέλιου και της λήθης)
6. Και πιθανόν
να μην τολμά κανείς ούτε και σήμερα να ομολογήσει πως ο ανθρώπινος οργανισμός
δεν υποτάχτηκε ποτέ στα κοινωνικά παραγγέλματα. Και γιατί να υποταχτεί; Οι νόμοι περί ηθικής, οι σεξουαλικές δεσμεύσεις και οι
απαγορεύσεις επιβλήθηκαν εκατομμύρια χρόνια μετά την εμφάνιση του
ανθρώπου πάνω στη γη – και φυσικά ερήμην του οργανισμού
του. Νόμοι που δεν ίσχυαν ούτε και στάθηκαν ποτέ εμπόδιο για τους
πλούσιους. Ούτε και καθιερώθηκαν γι’ αυτούς εξάλλου. Αλλά για τις πλατιές
λαϊκές τάξεις και τον εξανδραποδισμό τους. Τα σεξουαλικά καταπιεσμένα άτομα
γίνονται αδρανείς μάζες. Ο φόβος της αμαρτίας και η ενοχή, είτε προϋπάρχουν
είτε έπονται, πετυχαίνουν το ίδιο αποτέλεσμα: αναστέλλουν την ομαλή λειτουργία
του οργανισμού, εξουδετερώνοντας την ελεύθερη βούληση και υποτάσσουν το άτομο
στο φόβο του αόρατου τιμωρού πρώτα, και σ’ όλους τους φόβους και τους γήινους
εκπροσώπους τους μετά. Μοιραία το άτομο καταντάει υποκριτικό, ανειλικρινές,
ανήθικο και υποχείριο της αυταρχικής κοινωνίας που το χρειάζεται έτσι
στραγγαλισμένο.
(ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ: Καρυωτάκης –
Πολυδούρη)
7. –Λαθεύεσαι
παπούλη, είπε ο Αντρέας. Ότι θες αγοράζεις με το χρυσάφι. Από τα άψυχα και
ζωντανά ως τους ανθρώπους …
– Γελιέσαι, γιατί μόνο ψεύτικες
πραμάτειες αγοράζεις με τα λεφτά. Μπορείς να αγοράσεις με τα λεφτά την αγάπη
μιας ψυχής;
– Τι πάει να πει αυτό;
– Δύναμη που δεν μπορεί να σου φέρει
ούτ’ ενού ανθρώπου την αγάπη, δεν είναι δύναμη αλλά κοροϊδία. Κι ακόμα μάθε πως
όσα χρήματα και να δώσεις η αγάπη δεν αγοράζεται, γιατί είναι ένα αντίδωρο που
χαρίζεται μόνον σε κείνον που αγαπά και σε κανέναν άλλον. Άνθρωπος που στα
στήθεια του δεν μπορεί να φουντώσει η αγάπη, δεν θ’ αγαπηθεί, μακάρι να
ξοδειάσει όλο το χρυσάφι της γης.
(Κώστας Μπαστιάς: Παπουλάκος)
8.
Δημόσιοι υπάλληλοι
Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν
σαν στήλες δύο δύο μες στα γραφεία.
(Ηλεκτρολόγοι θα’ ναι η Πολιτεία
κι ο Θάνατος, που τους ανανεώνουν.)
σαν στήλες δύο δύο μες στα γραφεία.
(Ηλεκτρολόγοι θα’ ναι η Πολιτεία
κι ο Θάνατος, που τους ανανεώνουν.)
Κάθονται στις καρέκλες, μουτζουρώνουν
Αθώα λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία.
«Συν τη παρούση αλληλογραφία
έχομεν την τιμήν» διαβεβαιώνουν.
Αθώα λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία.
«Συν τη παρούση αλληλογραφία
έχομεν την τιμήν» διαβεβαιώνουν.
Και μοναχά η τιμή τους απομένει,
όταν ανηφορίζουμε τους δρόμους,
το βράδυ στις οχτώ, σαν κουρντισμένοι.
όταν ανηφορίζουμε τους δρόμους,
το βράδυ στις οχτώ, σαν κουρντισμένοι.
Παίρνουν κάστανα, σκέπτονται τους νόμους,
σκέπτονται το συνάλλαγμα, τους ώμους
σηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι.
(Καρυωτάκης)σκέπτονται το συνάλλαγμα, τους ώμους
σηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου