Του Ταξιάρχη (Μάκη) Δημητρίου
Η
παλιοπαρέα
Η
αλήθεια είναι ότι σαν παιδάκι δεν με χώραγε το σπίτι. Κυριολεκτικά και
μεταφορικά .
Δύο
δωμάτια ήτανε όλο κι όλο εκ των οποίων το ένα το είχαμε για τραπεζαρία και σε
περίπτωση επισκέψεων και για σαλόνι ενώ στο
άλλο ήταν η κρεβατοκάμαρα όλης της
οικογένειας. Συμπέρασμα; ζωτικός χώρος για εμένα στο σπίτι δεν υπήρχε.
Ανάλογη
βέβαια ήταν η κατάσταση και για τα υπόλοιπα παιδιά της συνοικίας...
Νομοτελειακά λοιπόν περνάγαμε τις μέρες μας εκτός οικίας
και σπίτι μας –άντρο και
ορμητήριο – ήταν το προαύλιο του Αγίου
Γεωργίου, του οποίου οι λάμπες και τα τζάμια ήταν πολλές φορές τα θύματα κυρίως
του ποδοσφαίρου, αλλά και της «τσιλίκας». Η επικράτειά μας τεράστια αφού όλη η
περιοχή γύρω και κάτω από το Κάστρο, πάνω από τη βρύση του Σλα και ο
Αφανός ήταν στη διάθεσή μας. Οι καιρικές
συνθήκες αν και μας δυσκόλευαν δεν
υπήρξαν ποτέ ανασταλτικός παράγοντας όταν επρόκειτο για ξεπόρτισμα και
παιχνίδι.
Τι
παίζαμε; Πρώτα απ όλα τα γνωστά ομαδικά παιχνίδια, που περνούσαν από γενιά σε
γενιά. Αυτά ήταν πρόσφορα για όλα τα
παιδιά, αγόρια και κορίτσια, μικρά και μεγάλα και κάλυπταν τις ανάγκες μας
μέχρι κάποια ηλικία. [1]
Όσο
όμως μεγαλώναμε μετά τα 13 – 14, τα μεν κορίτσια γίνονταν κοπελίτσες και
φρονίμευαν σχετικά (δεν τα άφηναν να παίζουν πια με τα αγόρια, τα περισσότερα
εγκατέλειπαν και το σχολείο για να ασχοληθούν με τα οικιακά ή να μάθουν μια
τέχνη ), τα δε αγόρια γινόμασταν παλικαράκια,
η τεστοστερόνη άρχιζε να κάνει το θαύμα
της, μετατρεπόμασταν μέρα με την μέρα σε μικρά θηρία που ησυχία δεν είχανε.
Στην αρχή της εφηβείας ψάχναμε νέα παιχνίδια και δραστηριότητες που θα
εκτόνωναν την απίστευτη ενέργεια που
γεννούσε το ίδιο μας το σώμα.
Τώρα
που τα σκέφτομαι ,πιστεύω ότι από καθαρή τύχη επιβιώσαμε αρτιμελείς από τα πολλές φορές βάρβαρα, συνήθως επικίνδυνα
και σχεδόν αυτοκαταστροφικά παιχνίδια μας.
Τα καλοκαίρια που δεν είχαμε σχολείο
φεύγαμε απ’ το σπίτι το πρωί και τριγυρίζαμε όλη μέρα ελεύθεροι, κάναμε μια
μικρή ανάπαυλα το μεσημέρι για φαγητό και ανασύνταξη δυνάμεων, για να
ξαναβγούμε το απόγευμα. Στο σπίτι επιστρέφαμε μόλις άρχιζε να σκοτεινιάζει. Τις
άλλες εποχές που είχαμε σχολείο ζοριζόμασταν λιγάκι αλλά πάντα βρίσκαμε χρόνο
για παιχνίδι, συνήθως εις βάρος της μελέτης
και μακαρίζαμε τη τύχη μας που οι γονείς μας δεν ήξεραν αρκετά γράμματα
για να μπορούν να ελέγξουν, αν πράγματι είμαστε όσο «διαβασμένοι» δηλώναμε.
Αν προσπαθούσα να χαρακτηρίσω εκείνη
την εποχή θα έλεγα ότι ήταν «η εποχή της
εφευρετικότητας και της δημιουργίας». Για να έχεις το παιχνίδι σου έπρεπε να το
κατασκευάσεις.
Ψάχναμε παλιά ρουλεμάν στα συνεργεία
της περιοχής, ίσια σανίδια και μεγάλες πρόκες για να φτιάξουμε πατίνια. Με αυτά
κατεβαίναμε τις κατηφόρες τις γειτονιάς κάνοντας απίστευτη φασαρία και καταστρέφαμε τα τακούνια των παπουτσιών μας για
να βάλουμε φρένο. Τις περισσότερες φορές καταλήγαμε πεσμένοι στο έδαφος
με πληγωμένα γόνατα και γδαρμένους αγκώνες
για να ακολουθήσει η κατσάδα της μητέρας και οι πρώτες βοήθειες.
Ένα κομμάτι τσίγκου ήταν άλλος ένας
θησαυρός, που όλοι μας ψάχναμε, την εποχή εκείνη. Με αυτό φτιάχναμε μια ιδιοκατασκευή κάτι σαν τις παλιές σκάφες, με στρογγυλευμένες άκρες. Στο μονοπάτι της Παναγιάς της
Αρχοντικής – που μάλλον έβαζε το χέρι
της για να επιβιώσουμε με όλα τα μέλη μας στη θέση τους – μπαίναμε μέσα στη
σκάφη, που όπως υποψιάζεστε δεν είχε φρένα και κατρακυλούσαμε σε μία μερικώς
ελεγχόμενη καθοδική πορεία που γινόταν απόλυτα
ανεξέλεγκτη αν ξεφεύγαμε από το μονοπάτι και πιάναμε την χορταριασμένη περιοχή
δεξιά ή αριστερά. Όσο άντεχαν τα κουράγια, τα δικά μας και του ιδιότυπου αυτού «έλκηθρου»,
ανεβαίναμε το μονοπάτι φορτωμένοι με τον τσίγκο για να κατρακυλήσουμε ξανά και
ξανά.
Στα πλαίσια των αγωνισμάτων (αυτό κι
αν ήταν survivor) περιλαμβάνονταν:
Αναρρίχηση αγώνισμα πρώτο.
Σκαρφάλωμα στα κυπαρίσσια του Αγίου
Γεωργίου με στόχο την κατάκτηση της
κορυφής. Τα εφόδιά μας ήταν η αυτοπεποίθηση, η άγνοια κινδύνου και η καλή
φυσική μας κατάσταση. Με μια μικρή βοήθεια και ώθηση από την παρέα πιανόμασταν
από τα πρώτα κλαδιά, για να ελιχθούμε
ανάμεσα από τα επόμενα ώσπου να φθάσουμε στα πιο λεπτά κλαδιά όσο πλησιάζαμε
την κορυφή. Εκεί το εγχείρημα γινόταν άκρως επικίνδυνο αφού για να καταχωρηθεί
ως επιτυχημένο έπρεπε να κουνάμε και την κορυφή.
Αναρρίχηση αγώνισμα
δεύτερο
Στο Κάστρο: Ξεκινούσαμε με περπάτημα
στη βάση του τείχους από Νοτιοανατολικά – όπου βρίσκεται η πύλη με την ξύλινη
πόρτα – μέχρι Βορειοδυτικά, κατά μήκος δηλαδή όλης της πλευράς που φαίνεται από
το κέντρο της Λαμίας η οποία είναι χτισμένη σε απότομο βράχο. Σε πολλά σημεία
το πλάτος μεταξύ τείχους και γκρεμού είναι τόσο πολύ στενό, που το διασχίζαμε
γαντζωμένοι από τις πέτρες του τείχους. Ο άθλος συμπληρωνόταν με αναρρίχηση στο
τέλος της διαδρομής εκεί όπου το τείχος είναι στο χαμηλότερο ύψος του και ακολουθούσε
κατάληψη του Κάστρου. Τότε ήταν κλειστό – δεν είχε ανακαινισθεί ακόμα – και
υπήρχαν μόνο οι εξωτερικοί τοίχοι του σημερινού κτιρίου που στεγάζει το μουσείο.
Τέλος ανεβαίναμε επί των επάλξεων για να χαλαρώσουμε με την υπέροχη πανοραμική
θέα.
Καταρρίχηση αγώνισμα
πρώτο.
Σχεδόν οι πάντες γνωρίζουν τον μεγάλο
βράχο που βρίσκεται ακριβώς πάνω από τη
βρύση του Σλα και φέρει το μεγαλειώδες
όνομα «κουράδα», προφανώς λόγω όγκου και σχήματος, όταν τον βλέπεις από τη
μεριά της πόλης. Τότε, που όπως είπαμε, τα σπίτια ήταν λιγότερα και χαμηλά
δέσποζε, επιβλητικός και απειλητικός, πάνω από το Σλα. Τον κοιτάζαμε με δέος
και αναρωτιόμασταν πότε θα φύγει από τη θέση του και που θα σταματήσει. Όμως η
αθέατη βόρεια πλευρά του απέχει λίγα
μέτρα από το έδαφος και μας ήταν εύκολο να σκαρφαλώσουμε στην κορυφή. Ο άθλος
ήταν να κατέβουμε όσο το δυνατόν χαμηλότερα από τη «δύσκολη» νότια πλευρά και
ανταμοιβή μας ήταν οι μπανανιές (έτσι αποκαλούσαμε κάτι φυτά που έμοιαζαν με
ραδίκια και οι ρίζες τους ήταν μέσα στις σχισμές του βράχου). Τις ρίζες αυτές
αφού τις καθαρίζαμε τις τρώγαμε σαν
σνακ. Ευτυχώς αποδείχθηκαν βρώσιμες…
Καταρρίχηση αγώνισμα
δεύτερο.
Το νεοαποκαλυφθέν τότε σπήλαιο του «Αφανού
ή Κάγκαρος» [2] – εμείς τον λέγαμε Γκάγκαρο – δεν
θα μπορούσε να μας αφήσει ασυγκίνητους. Με σχοινιά και φακούς παριστάναμε τους σπηλαιολόγους. Ένας από την
παρέα ο επονομαζόμενος και «Γάτος»
(γιατί η αγαπημένη του ασχολία ήταν να κυνηγάει και να ταλαιπωρεί τις γάτες της
γειτονιάς αλλά και για τις ιδιαίτερες ικανότητες του να σκαρφαλώνει και να τις
πλησιάζει έρπην και αθόρυβα στα κεραμίδια των σπιτιών με χαρακτηριστική άνεση
και χάρη) διέπρεπε όπως ήταν αναμενόμενο στο σπήλαιο του «Κάγκαρου». Μια φορά
μάλιστα πήρε και λάφυρο: ένα κομμάτι σταλακτίτη για το μάθημα της φυσικής
ιστορίας.
Φυσικά παίζαμε και ποδόσφαιρο. Στο
πλάτωμα έξω από τον Κάγκαρο. Λίγο χώμα και πολλές πέτρες είχε το τερέν. Σε μια
από αυτές χτύπησα το κεφάλι μου διεκδικώντας μια κεφαλιά. Μια βδομάδα στο
νοσοκομείο με διάσειση και τρεις μέρες με αμνησία. Μυαλό δεν έβαλα.
Όσο παράδοξο κι αν ακούγεται το πιο
ακίνδυνο παιχνίδι μας ήταν ο πόλεμος. Μαζευόμασταν
στο πετρώδες παραλληλόγραμμο [3] ξέφωτο πάνω απ’ την «κουράδα» και αφού
χωριζόμασταν σε δύο ομάδες κατευθυνόμασταν προς την πευκόφυτη περιοχή του
Κάστρου για να συνταχθούμε στα στρατόπεδά μας. Απαλλοτριωμένα σκουπόξυλα για ακόντια, δανεικά καπάκια από σκουπιδοτενεκέδες για ασπίδες και
αυτοσχέδια ξύλινα σπαθιά ήταν τα όπλα μας. Σκοπός του παιχνιδιού ήταν φυσικά η
κατάληψη του αντίπαλου στρατοπέδου. Σε μια από αυτές τις μάχες πλησιάσαμε μια
(σήμερα εγκαταλελειμμένη) στάνη. Την παρουσία μας αντελήφθη το τσοπανόσκυλο, διάλεξε
εμένα για να κυνηγήσει πρώτο – εγώ τρεχάτε ποδαράκια μου – γαυγίζοντας σε απόσταση
αναπνοής από τον πισινό μου. Προσγειώθηκα σε κάτι φραγκόσυκα – αλήθεια χρησιμεύουν
σε κάτι; – Ο σκύλος σεβάστηκε τελικά την κατάσταση μου – μάλλον κατά τη κρίση
του είχε κάνει το καθήκον του εκδιώκοντάς με από την περιοχή του – και η
περιπέτεια μου έληξε με την μητέρα μου να μου βγάζει τα αγκάθια από τα οπίσθια
αλείφοντας τις πληγές με λάδι ενώ με κατσάδιαζε με τον αυστηρό αλλά και τρυφερό
τρόπο των μαμάδων.
Κάθε χρόνο οι μεγαλύτεροι ξέκοβαν απ’
την παλιοπαρέα. Οι προτεραιότητες ήταν πλέον άλλες. Ήταν καιρός πια να στρωθούν
επιτέλους στο διάβασμα ή να δουλέψουν. Ήρθε και η σειρά μου. Το είχα χορτάσει
το παιχνίδι, το μπούχτισα. Ήμουν αντράκι πια. Νέα πεδία απλώνονταν μπροστά μου.
Σπουδές, στρατός, δουλειά, κορίτσια… Βιαζόμουν να μεγαλώσω. Να πάω
κινηματογράφο σε ακατάλληλο. Να πάρω αυτοκίνητο.
Τα χρόνια της αθωότητας είχαν
περάσει.
Σημειώσεις
2. Εδώ θα βρείτε όλες τις πληροφορίες για το σπήλαιο Κάγκαρος http://amfictyon.blogspot.gr/2014/06/blog-post_24.html
3. Αναφέρεται από τον περιηγητή Φρειδερίκο Στέλιν ,που ευρέθη
στη Λαμία το 1912 ως πιθανός τόπος λατρείας που συνδέεται με πηγή και τη σπηλιά
του βράχου . (πηγή Δαβανέλλος – Με
τη γραφίδα των περιηγητών σελ.192 – 193)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου