Η ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ Η ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ, ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΣΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΟΥ ΠΑΡΑΠΕΜΠΟΥΜΕ * ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ "ΣΛΑ ΜΑΧΑΛΑ"

21 Ιαν 2018

Σλα Μαχαλάς: Η τιμή, τιμή δεν έχει



Του Ταξιάρχη (Μάκη) Δημητρίου



Το καθαρό κούτελο. [1]
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 στο Σλα Μαχαλά όπως και σε κάθε γειτονιά  δεν χρειαζόμασταν κάμερες ασφαλείας. Το «σκανάρισμα» της περιοχής, η παρακολούθηση των κινήσεων όλων, η καταγραφή των συζητήσεων  και η αναπαραγωγή τους ήταν ανέκαθεν «καθήκον» ορισμένων αυτόκλητων αργόσχολων και των ηλικιωμένων. Οι τελευταίοι μπορεί να υπέφεραν από καταρράκτη ή βαρηκοΐα, όμως κατά ένα περίεργο τρόπο έβλεπαν άκουγαν και  ιδιαιτέρως μετέφεραν τα γεγονότα, πολλές φορές, διανθισμένα με τις προσωπικές τους εικασίες...
Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που και οι σημερινοί ηλικιωμένοι μιλάνε μέχρι και σήμερα με «συνωμοτικό» ύφος, δηλαδή εκνευριστικά χαμηλόφωνα και κοιτάζοντας γύρω τους όταν πρόκειται για κάτι σημαντικό κατά τη γνώμη τους.
Επίσης  τότε δεν χρειαζόταν να ενημερώσεις για το που και με ποιόν βρίσκεσαι στο facebook ή σε άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, γιατί υπήρχαν σε όλα τα σημεία της μικρής μας πόλης «οι ανταποκριτές» που έπαιζαν αυτό τον ρόλο. Όπου πήγαινες, όποιον συναντούσες, ότι έλεγες ή έκανες θα μαθευόταν σε πρώτο χρόνο. Κι όλα αυτά χωρίς τηλέφωνα, χωρίς Internet και social media. Ένα μικρό μη τεχνολογικό θαύμα ελάμβανε χώρα κάθε μέρα και οι πάντες ήταν επαρκώς ενημερωμένοι για τις κινήσεις όλων.
Βέβαια επειδή «ουδέν κακόν αμιγές καλού», η γειτονιά μας θεωρείτο φυλασσόμενη, οι πόρτες των σπιτιών ήταν ανοικτές μέρα και νύχτα, όλοι γνώριζαν ποιός είχε προβλήματα και προσέφεραν όποια βοήθεια μπορούσαν, σε μια εποχή που οι κοινωνικές  δομές αλληλεγγύης  ήταν άγνωστες λέξεις.
Πάντως η ευγενική αυτή ασχολία  έδινε τροφή στη περιέργεια για τις ζωές των άλλων και την πρώτη ύλη για την παραγωγή της τοπικής ειδησεογραφίας και της κοινωνικής κριτικής (κοινώς κουτσομπολιό). [2]
Για την ιστορία η λέξη κουτσομπολιό προέρχεται από το ρήμα κοψομπολιάζω «κόβω και μπολιάζω κοινώς συρράπτω», φράση που απαντάται και ως κόβω και ράβω.
Κάθε αξιοπρεπής κουτσομπόλης είχε τον τρόπο του. Παραθέτω τους πιο χαρακτηριστικούς με αντίστοιχα παραδείγματα.
Συμπονετικός: Πω – πω σκασμένη είμαι. Να της φερθεί με τέτοιο τρόπο;
Χαιρέκακος: Της τα λέγανε μα δεν άκουγε κανέναν. Καλά να τα πάθει .
Εγώ δεν λέω τίποτα: Μα είναι πράγματα αυτά; Λέγονται; Μπορώ να πω ότι τον είδανε να γλεντοκοπάει με μια παλιογυναίκα; Δεν λέγονται.
Εχέμυθος: Θα στα πω αλλά μη τα πεις πουθενά.
Τέλος και μακράν όλων ο πιο επικίνδυνος ήταν ο σπερμολόγος ή ανακατωσούρας: Που εκτός των γεγονότων και των φημών που τα συνόδευαν, μετέφερε τα σχόλια του ενός για τον άλλο και άναβε τα αίματα  πυροδοτώντας καυγάδες και έχθρες.
Σήμερα, πλην ελαχίστων, οι άνθρωποι δεν κουτσομπολεύουν πια. Αντί να παρακολουθούν τους γείτονες προτιμούν να βλέπουν τηλεόραση η οποία έχει αναλάβει εκτός από την ψυχαγωγία και την ενημέρωσή τους να καλύψει και την ανάγκη τους για κουτσομπολιό. Ειδικές εκπομπές που ασχολούνται με τις ζωές πρόθυμων να εκτεθούν ανωνύμων και επωνύμων, reality shows και άλλες εκπομπές που αναπαράγουν τα όσα συμβαίνουν σε αυτές, όλες με αξιοσημείωτες τηλεθεάσεις παρόλο που κανείς, δεν παραδέχεται ότι τις βλέπει.
Συνήθη θύματα του κουτσομπολιού ήταν οι νέες γυναίκες και τα νεαρά κορίτσια. Οι ηλικιωμένοι ήταν σχετικά στο απυρόβλητο – το άλλοθι της ηλικίας –, για τους ενήλικες άντρες τα στραβοπατήματα ήταν αναμενόμενα,
άντρας είναι και έτσι είναι οι άντρες τι να τους κάνεις πανάθεμά τους , για τα αγόρια υπήρχε ανοχή – άντρες θα γίνουνε κι αυτά, έχουν το διάολο μέσα τους –, αλλά για τα κορίτσια και τις νέες γυναίκες η κριτική ήταν ανελέητη. Το τι φόρεσε, τι ώρα έφυγε και τι ώρα γύρισε ήταν αντικείμενο ενδελεχούς έρευνας και αν αυτή δεν ήταν αρκετή , συνειρμών και υποθέσεων,  προς ικανοποίηση της περιέργειας αλλά και της δημοκρισίας δηλαδή της έκδοσης  ετυμηγορίας για την αθωότητα ή ενοχή της περί ής ο λόγος.
Ήταν να μη πέσεις στα στόματα της γειτονιάς και σου βγάλουν το όνομα. Για αυτό κάθε οικογένεια με κορίτσια άρχιζε να παίρνει περιοριστικά μέτρα, γιατί είναι καλύτερη η πρόληψη παρά η θεραπεία (αυτό που λένε κάλιο γαϊδουρόδενε). Τι κι αν οι Ρώσοι ταξίδεψαν στο διάστημα (1968), τι κι αν οι Αμερικάνοι περπάτησαν στη σελήνη (1969), τι κι αν είχαν μεσολαβήσει οι φοιτητικές εξεγέρσεις ή το δεύτερο κύμα του φεμινισμού και άλλα πολλά που άλλαζαν τον κόσμο; Αυτά συνέβαιναν αλλού. Εδώ όπως έλεγαν οι πατεράδες μας η τιμή – τιμή δεν είχε και το οικογενειακό κούτελο έπρεπε να παραμείνει καθαρό.
Την αδελφή σου και τα μάτια σου.  
Όσοι έχετε δει την Ελληνική ταινία με την ανεπανάληπτη ατάκα «στρίβειν δια του αρραβώνος» θα κατανοήσετε καλύτερα τα παρακάτω.
Το να έχεις αδελφή ή αδελφές (ακόμα χειρότερα) σου δημιουργούσε καθήκοντα και υποχρεώσεις.
Κύριο καθήκον σου ήταν να την προστατεύεις, που για εσένα σήμαινε να επιβλέπεις (βλ. παρακολουθείς) από το αν είναι κατά τη γνώμη σου ευπρεπώς ντυμένη, που πηγαίνει με ποιές ή ποιούς – ιδιαίτερα αυτούς – μιλάει, να την ψάχνεις στα σπίτια των φιλενάδων της, να στέκεσαι με το ρολόι στο χέρι για να τσεκάρεις την ώρα άφιξης. Οι καυγάδες ήταν συνεχείς, πότε για τη φούστα που ήταν κοντή – ναι το μίνι είχε φθάσει και στη Λαμία –, για το μαλλί που ήταν φουσκωτό, για το παντελόνι που ήταν στενό, για το τακούνι που ήταν ψηλό, γιατί άργησε δέκα λεπτά. Των καυγάδων με την αδελφή σου ακολουθούσε καυγάς με τη μητέρα σου, που προσπαθούσε να σου δώσει να καταλάβεις ότι μάλλον το είχες παρακάνει.
Κάποιες φορές γινόσουν βασιλικότερος του βασιλέως και μετέφερες τα «ατοπήματα» στον πατέρα σας αλλά και στα σπίτια των φιλενάδων της, δημιουργώντας μικρά οικογενειακά δράματα.
Η εξουσία που είχες αποκτήσει σε μετέτρεπε σε ένα μικρό και αναίτιο δυνάστη. Η

τιμωρία σου ήταν ότι είχες την υποχρέωση να τη συνοδεύεις όπου πήγαινε. Και όχι μόνο εκείνη αλλά και όσες από τις φίλες της δεν είχαν την «ευτυχία» να έχουν αδελφό. Δακρύβρεχτα μελό (Ελληνικά, Τούρκικα, Ινδικά) στον κινηματογράφο, όπου ο γυναικείος πληθυσμός όλων των ηλικιών έκλαιγε σπαρακτικά με τις στομφώδης ατάκες του Ξανθόπουλου και τα παθήματα της Ναργκίς.
Χαμένα απογεύματα Σαββάτου σε καφέ –ζαχαροπλαστεία με τα κορίτσια να λένε τα

τα δικά τους και εσύ να βαριέσαι μέχρι θανάτου, βόλτες στο «νυφοπάζαρο» (πλατεία Ελευθερίας), τα κορίτσια μπροστά κι ο συνοδός τρία βήματα πίσω να αποκωδικοποιεί κάθε κίνηση και ματιά από και προς αυτά και πολλά άλλα ευτράπελα.
Τα ίδια κωλύματα συναναστροφών με το αντίθετο φύλο αντιμετωπίζαμε και τα αγόρια με τη σειρά μας. Το κορίτσι που μας άρεσε, συνοδευόταν επίσης και ο κώδικας δεοντολογίας και αλληλεγγύης μεταξύ «αντρών», απαγόρευε κάθε δεύτερη σκέψη για προσέγγιση. Βέβαια υπήρχαν και οι τολμηροί που το επιχειρούσαν αλλά γρήγορα επανέρχονταν στην τάξη. Κι αν ακόμα στεκόσουν τυχερός και κάποια νόστιμη κοπέλα κυκλοφορούσε ασυνόδευτη, έπρεπε να διαγωνιστείς με γνωστούς και αγνώστους, συνομηλίκους ή μεγαλύτερους, διαδικασία ψυχοφθόρα και επίπονη με αμφίβολα αποτελέσματα, που τις περισσότερες φορές δεν έμπαινες στον κόπο και έμενες απλός θεατής των προσπαθειών των άλλων.
Σιγά-σιγά ωστόσο χαλάρωναν τα πράγματα. Κάποιοι και κάποιες είχαμε ως και την τύχη να φοιτήσουμε σε μικτά γυμνάσια τις τελευταίες τάξεις. Νεανικά ειδύλλια με αδέξια φιλιά και ένα μπλουζ στο απογευματινό πάρτι γενεθλίων με δέκα αγόρια και δύο κορίτσια ή το αντίστροφο, ώσπου να ειπωθεί η πολυπόθητη φράση «τα φτιάξαμε», για να τα «χαλάσουμε» σε λίγες μέρες  και να ξεκινήσουμε την αναζήτηση από την αρχή.
Οι συνθήκες άλλαζαν μέρα με τη μέρα. Η πρόοδος σε όλους τους τομείς, άγγιξε και τους αυστηρούς γονείς μας, που ήθελαν για τα παιδιά τους ένα καλύτερο μέλλον. Η τιμή για μια οικογένεια ήταν πλέον να σπουδάζει τα παιδιά της, να υποστηρίζει τις επιλογές τους, να τα βοηθά να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους. Ο φόβος για το «τι θα πούνε οι άλλοι» υπήρχε αλλά εξασθενούσε .
Επίλογος
Η εξέγερση των φοιτητών στο Πολυτεχνείο, μας πέτυχε στο ξεκίνημα της ζωής μας για να μας καταδείξει ότι η ελευθερία είναι κάτι βαθύτερο και ουσιαστικότερο από το να μπορείς να γυρίσεις στο σπίτι μετά τις δώδεκα το βράδυ. Η μεταπολίτευση ήρθε για τη γενιά μου σαν καταλύτης την καλύτερη χρονική στιγμή, σχεδόν στην ενηλικίωσή μας. Είμαστε η γενιά που πολιτικοποιήθηκε από ένστικτο με καθαρή καρδιά και χωρίς υστεροβουλία. Πήγαμε σε πορείες, σε συναυλίες, γραφτήκαμε μέλη στα κόμματα, ανεμίσαμε σημαίες, κάναμε αφισοκόλληση .
Όσο για τον έρωτα, αυτός ήρθε στην ώρα του και μπορέσαμε να τον βιώσουμε χωρίς ενοχές και φόβο. Και άξιζε τον κόπο αυτή η αναμονή.

Σημειώσεις
1. Λέει ο μύθος: Κάποτε σε ένα χωριό όπου όλοι ήταν αγράμματοι, διορίστηκε ένας δάσκαλος. Για να καταφέρει να πειθαρχήσει τα παιδιά, τους είπε ότι αν δεν μελετούν και κάνουν αταξίες, αυτό θα γραφόταν σαν μουτζούρα στο μέτωπό τους και ότι μόνο αυτός  που ήξερε γράμματα θα μπορούσε να τη δει. Κάθε πρωί λοιπόν  κοιτούσε τα μέτωπα των παιδιών. Τα παιδιά φρονίμεψαν και ήταν περήφανα που το κούτελό τους ήταν καθαρό.
Ένας παρόμοιος μύθος υπάρχει και για τον καινούριο παπά ενός χωριού που με αυτόν τον “ανορθόδοξο” τρόπο έβαλε τάξη στους κατοίκους .
2. Κουτσομπόλα: Η λέξη απαντάται και ως έπιπλο για προφανή φυσικά λόγο. Πρόκειται για μια αναπαυτική πολυθρόνα με ενσωματωμένο τραπεζάκι για το τηλέφωνο. Για να μην νομίζετε ότι το κουτσομπολιό από τηλεφώνου είναι κακιά ελληνική συνήθεια το εν λόγω έπιπλο έχει πατρίδα την Αμερική. Στην Ελλάδα έκανε την εμφάνισή του όταν τα σπίτια άρχισαν να αποκτούν μαζικά τηλέφωνο – σταθερό και το ακουστικό με καλώδιο – και από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 αποτελούσε βασικό και λειτουργικό κομμάτι της  επίπλωσης. 
Επίσης κουτσομπόλα λέγονται και τα μπαλκόνια στα στενά δρομάκια της Κέρκυρας που έβγαιναν οι γυναίκες και κουβέντιαζαν μεταξύ τους.


ΈΡΕΥΝΑ – ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου