Το ένα είναι
το θλιβερό φαινόμενο των «επαγγελματιών» τού χώρου, που καρκινοβατούν στο
λειτούργημα τους, φυτοζωούν στην κοινωνία και υποσιτίζονται στη ζωή τους. Ο
κόσμος είναι γεμάτος από αξιολύπητες μετριότητες θεολόγων εκπαιδευτικών
λειτουργών ή από απαράδεκτες ασημαντότητες στο κάθε λογής καλλιτεχνικό
στερέωμα. Όσο χαίρεσαι τον δεξιοτέχνη, τόσο λυπάσαι τον αδέξιο καλλιτέχνη. Το
ίδιο ισχύει για το θεολόγο...
Αρκεί να
ρωτήσετε τους μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για τον θεολόγο τού
σχολείου τους και θα πάρετε δύο διαμετρικά αντίθετες απαντήσεις: ή μια πολύ
καλή ή μιαν άλλη πολύ κακή. Ποτέ δεν θα πάρετε μια τρίτη απάντηση. Ο θεολόγος
τους θα είναι «θαυμάσιος» ή «απαράδεκτος», θα γοητεύει κυριολεκτικά, θα μαγεύει
τα παιδιά του και θα τα μαγνητίζει. Ή από την άλλη πλευρά θα απογοητεύει, θα
αποκαρδιώνει και θα απωθεί τους μαθητές του όχι μόνο από το εαυτό του, αλλά κι
από τη θεολογία, την εκκλησία, την πίστη και όλα τα συναφή.
Πιο από τα
δύο ισχύει σε κάθε περίπτωση, έ, αυτό δεν εξαρτάται από τα παιδιά, αλλά από
τους θεολόγους. Εκείνοι καθορίζουν αποφασιστικά κι αποκλειστικά την εικόνα που
προσφέρουν. Ανάλογα με το πώς αντιλαμβάνονται – συνεπώς: πως ασκούν – τη
θεολογία: ως μία «μετριότητα» και συμβατικότητα, κατιτί σαν μια θρησκευτική
ιστορία του κόσμου, εκκλησιαστική γεωγραφία ή θρησκειολογική πληροφόρηση; Ή ως
κατιτί πέρα και πάνω από το μέτριο του σχολείου, ως υπαρξιακή αναζήτηση για τη
νοηματοδότηση τής ζωής, που θραύει τη μονοτονία τού σχολικού βίου δίνοντας μιαν
άλλη διάσταση στην καθημερινότητα τού μαθητή: όχι πια η μονοδιάστατη βαθμοθηρία
τού ανταγωνισμού, αλλά μια ανάταση για τη σημασιολόγηση τής πραγματικότητας.
Σε κάθε
περίπτωση, η θεολογία απαιτεί υπέρβαση τού μέτριου προς τα άνω ή προς τα κάτω.
Δεν ανέχεται ούτε επιτρέπει στασιμότητα στη μετριότητα. Με αυτή την
πραγματικότητα μπορεί και πρέπει καθένας να κάνει δύο πράγματα: ή να
συμβιβασθεί ή να παραιτηθεί. Αποδέχεσαι την απαιτητικότητα τής θεολογικής
επίδοσης; Αν ναι, τότε συνεχίζεις τη σπουδή και την εργασία σου με κέφι και
πείσμα. Απορρίπτεις τέτοια προοπτική; Παραιτείσαι από τη θεολογία και αλλάζεις
σπουδή και ζωή. Μόνο ένα μην κάνεις: μη μείνεις αναποφάσιστος, δίψυχος,
αμφίσημος, αμφίβολος και αμφίρροπος!
Θα
καταδικάσεις τον εαυτό σου σε ισόβια δυστυχία, αν κάνεις κατιτί που δεν αγαπάς,
γιατί δεν το διάλεξες εσύ. Μην επιτρέψεις ποτέ σε κανένα και για κανένα λόγο να
διαλέξει για σένα, πριν από σένα χωρίς εσένα. Διάλεξε οτιδήποτε! Δεν έχει τόση
σημασία αυτό, όσο το να διαλέξεις εσύ και μόνο εσύ, με δική σου πρωτοβουλία και
ευθύνη, ολότελα ελεύθερος. Η ελευθερία κάνει τον άνθρωπο: ο ανελεύθερος
άνθρωπος είναι ανύπαρκτος. Γι’ αυτό το λόγο κάνε τις επιλογές σου χωρίς
δισταγμό ή συμβιβασμό. Άσχετα από το είδος τής επιλογής, μετράει η ευθύνη τής
ελευθερίας. «Οίδα σου τα έργα, ότι ούτε
ψυχρός εί ούτε ζεστός˙ όφελον ψυχρός ής ή ζεστός. Ούτως ότι χλιαρός εί, και
ούτε ζεστός ούτε ψυχρός, μέλλω σε εμέσαι εκ του στόματός μου» (Αποκ. 3, 15
– 16).
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ
ΜΑΡΙΟΥ ΜΠΕΓΖΟΥ «ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΙΚΑΡΟΣ», ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΚΔΟΣΗ 2010
ΜΑΡΙΟΣ ΜΠΕΓΖΟΣ
Ο Μάριος Μπέγζος είναι
καθηγητής της Συγκριτικής Φιλοσοφίας της Θρησκείας στο Τμήμα Θεολογίας του
Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και συγγραφέας πολλών
επιστημονικών μελετών.
O Μάριος
Μπέγζος του Περικλή γεννήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 1951 στην Αθήνα και στην ίδια πόλη μεγάλωσε και ολοκλήρωσε
την εγκύκλια μόρφωσή του (1963-1969).
Ο
Μάριος Μπέγζος έχει συγγράψει περισσότερες από είκοσι μονογραφίες και πολλά άρθρα σε επιστημονικά
περιοδικά, πανεπιστημιακές επετηρίδες και αφιερωματικούς τόμους.
Υπήρξε
διευθυντής της σειράς «Θρησκειολογία» των εκδόσεων Ελληνικά Γράμματα και τακτικός αρθρογράφος αθηναϊκών
εφημερίδων (Βήμα, Νέα, Ελευθεροτυπία,
Καθημερινή). Επίσης
υπήρξε συγγραφέας του εγχειριδίου της Γ΄ Λυκείου «Θέματα Χριστιανικής Ηθικής»
(1998) και μέλος κριτικής επιτροπής σχολικών βοηθημάτων του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου.
Πολύ καλό... Αυτοκριτικό, απαιτητικό και αναγκαία σκληρό, αλλά αληθινό. Μακάρι να διαβαστεί και να κινήσει εκπαιδευτικές συνειδήσεις.
ΑπάντησηΔιαγραφή