Η ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ Η ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ, ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΣΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΟΥ ΠΑΡΑΠΕΜΠΟΥΜΕ * ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ "ΣΛΑ ΜΑΧΑΛΑ"

3 Φεβ 2015

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


Η άρνηση για ανανέωση της Εκκλησίας αποτελεί άρνηση της σωτηριολογικής της αποστολής και συνεπώς παραχάραξη της υπόστασής της. Το να εμμένει η Εκκλησία σε σχήματα του παρελθόντος που δεν αποδίδουν πια, έστω κι αν άλλοτε δικαιώθηκαν στην πράξη, και το να απαιτεί επιπλέον όπως τα σχήματα αυτά, αντί να ανανεώνονται, να συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή τα νέα σχήματα να συμμορφώνονται με τα παλαιά. Η στάση αυτή συνιστά εκχρονίκευση της Εκκλησίας. Τούτο σημαίνει ότι η Εκκλησία αναζητά τη διάσωσή της από το χρόνο και όχι, όπως πρέπει, ο χρόνος από αυτή, γεγονός που οδηγεί στην εκκοσμίκευσή της.
Η Εκκλησία στο παρελθόν, για να πραγματοποιήσει τη σωτηριώδη πορεία της μέσα στον κόσμο, προχώρησε σε βαθιές μεταβολές. «Επιλείψει γαρ με διηγούμενον ο χρόνος» για την αναφορά όλων αυτών των μεταβολών. Περιοριζόμαστε εδώ μόνο να υπενθυμίσουμε τρεις μεγάλες κατηγορίες τους...

α) Τη γνωσιολογική. Η μωρία του σταυρού προσέλαβε με τον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα το ένδυμα της γνώσης για να αφομοιώσει τους γνωστικούς. Παράλληλα φόρεσε, όχι δίχως αντιρρήσεις, το φιλοσοφικό μανδύα για να προσελκύσει τους εθνικούς, εκείνους που ήσαν μορφωμένοι. Τέλος χρησιμοποίησε το λόγο για να συγκροτήσει τη διδασκαλία της. Τόση δε ήταν η τόλμη της Εκκλησίας, ώστε, για τη διατύπωση του πρώτου της δόγματος, του Χριστολογικού, δε δίστασε να προσλάβει από τους αιρετικούς τον όρο «ομοούσιος» και να τον χρησιμοποιήσει ως δικό της όρο.
β) Τη λειτουργική. Εδώ καταρχήν πρέπει να θυμίσουμε ότι η Εκκλησία αποδέχτηκε την έννοια του ναού ως οικοδομήματος, παρά την αρχική από μέρους της άρνησή του. Στη συνέχεια υιοθέτησε λειτουργικά αντικείμενα από άλλες θρησκείες και τέλος υποκατέστησε το εθνικό εορτολόγιο με το χριστιανικό. Σημειώνουμε την αλλαγή που έγινε στη χορήγηση του Αγίου Πνεύματος, όπου, αντί της χειροθεσίας, καθιερώθηκε το χρίσμα. Στη συνέχεια αναφέρουμε την υιοθέτηση για το βάπτισμα του στάσιμου νερού αντί του κινούμενου, την αποδοχή, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, του βαπτίσματος των αιρετικών και τέλος τη μετάβαση από την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας μόνο από τον Επίσκοπο, που με την πράξη αυτή συνιστούσε δογματικά την ενότητα της Εκκλησίας, στους πρεσβυτέρους.
γ) Την «κατ’ οικονομία». Υπενθυμίζουμε αρχικά όλες εκείνες τις μορφές του βαπτίσματος χωρίς νερό (αεροβάπτισμα, αίματος, με άμμο). Στη συνέχεια σημειώνουμε τις εξελίξεις στο μυστήριο της μετάνοιας, με πρώτη την αποδοχή των «βαρέως αμαρτανόντων». Τέλος αναφέρουμε το δεύτερο γάμο μετά το διαζύγιο, τον όρκο, τον πόλεμο κ.τ.λ.
Οι μεταβολές αυτές, που μαρτυρούν τη ζωτικότητα και τη δυναμικότητα της τότε Εκκλησίας και κυρίως τη συνείδησή της ότι πορεύεται μέσα στον κόσμο, δεν γίνονται από μας αντιληπτές όσο πρέπει σε σχέση με τη σημασία τους. Και λέγεται αυτό γιατί θεωρούμε βέβαιο, ότι αν σήμερα έπρεπε η Εκκλησία να προχωρήσει για πρώτη φορά στην υιοθέτηση μιας έστω από τις παραπάνω μεταβολές, είναι ζήτημα αν θα είχε το ανάλογο σθένος. Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι αυθαίρετος. Και σήμερα η Εκκλησία περιβάλλεται από σοβαρά προβλήματα, τα περισσότερα από τα οποία όχι μόνο δεν τολμά να επιλύσει, αλλά ούτε καν να τα συζητήσει. Το χειρότερο όμως είναι ότι δεν αισθάνεται να έχει την ικανότητα και την εξουσία να πάρει θέση «μετά λόγου» απέναντι στην ανάληψη από μέρους της ιδιωτικής πρωτοβουλίας ανανεωτικών μεταρρυθμίσεων, πολλές από τις οποίες μπορεί να πραγματοποιούνται με καλή πρόθεση, δε συμβιβάζονται όμως πλήρως με την ορθή πίστη.
Που οφείλεται η αιτία αυτού του φαινομένου;
Έχουμε τη γνώμη ότι τούτο οφείλεται σ’ αυτό που επισημάναμε προηγουμένως, δηλαδή στην εκχρονίκευση της Εκκλησίας, με άλλα λόγια στον υπερτονισμό της Εκκλησίας ως ιστορικής παρουσίας, σε συνδυασμό με την υποτόνιση στη συνείδηση του πληρώματός της, της υπόστασής της ως μυστηρίου. Η στάση αυτή οδηγεί στον εξαγιασμό του παρελθόντος, στην υποτίμηση της παρούσας μορφής ύπαρξης της Εκκλησίας, στη μη συνειδητή αμφισβήτηση της ζωτικής και ζωοπάροχης δύναμης του Αγίου Πνεύματος, που ενοικεί στην Εκκλησία, και τέλος στη μεταποίηση θεσμών του παρελθόντος εγκόσμιου χαρακτήρα σε είδωλα. Τελικά ο άνθρωπος υπάρχει πλέον για το Σάββατο και όχι το Σάββατο για τον άνθρωπο.
Η εξαντικειμενοποίηση των ιστορικών επιτευγμάτων της Εκκλησίας και η αποστέρηση από αυτά της ανθρωπολογικής τους διάστασης, που αποτελούσε στο παρελθόν το μόνο κίνητρο για την πραγμάτωση αυτών των επιτευγμάτων, στερεί την Εκκλησία από το ορθό κριτήριο για την ανανέωσή της, που της δίνει την ικανότητα για διάκριση ανάμεσα στο αιώνιο και το πρόσκαιρο, στο μόνιμο και στο μεταβαλλόμενο.
Ανανέωση για την Εκκλησία σημαίνει την απαραχάρακτη διακράτηση του αιώνιου και ταυτόχρονα τη διαρκή επανερμηνεία του στη συνεχή μεταβολή του πρόσκαιρου, με σκοπό την πρόσληψή του για τη μεταμόρφωση του και τη σωτηρία του.
Το έργο όμως αυτό για τη διαρκή επανερμηνεία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς την ορθή κατανόηση της πίστης της Εκκλησίας, δηλαδή δίχως την ιδιαίτερη εκείνη λειτουργία της Εκκλησίας, τη θεολογία. Τη θεολογία όμως εκείνη που προϋποθέτει την ολοσχερή αλλοτρίωση του ίδιου φρονήματος αυτών που θα υπηρετήσουν την επανερμηνεία, ώστε να παρασχεθεί σ’ αυτούς η δεκτικότητα για επίνευση της πανσθενούς χάρης του Αγίου Πνεύματος, γεγονός που προσφέρει το ασφαλέστερο εχέγγυο για την ορθότητα του έργου που θα συντελεσθεί.
Συνεπώς ανανέωση της Εκκλησίας σημαίνει πρωταρχικά ανανέωση της θεολογίας.         

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΒΟΥΛΓΑΡΑΚΗ, «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΟΣΜΟΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΜΟΣ, ΑΘΗΝΑ 1993.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου