Στις
«Βάκχες» οι Μαινάδες στορίζονται ν’ αρπάζουν παιδιά από τα χωριά και η πράξη
παρασταίνεται και σ’ αγγειογραφίες. Ποιητική εικόνα ή υπαινιγμός σε ιερουργία;
Τύπος της ανθρωποφαγικής θιασικής μετάληψης είναι και η βρεφοφαγία. Ένα χωρίο
της «Σοφίας Σολομώντος» (12,3 κ.ε.) φαίνεται να τη μαρτυρά ανάμεσα στους
Χαναναίους. Πιο κοντινό παράδειγμα μας παραδίνεται από την Ελλάδα. Ακόμη και
στον 4ο προχριστιανικόν αιώνα, πάνου στο βουνό της Αρκαδίας Λύκαιον
κρατούσε τελετουργική ανθρωποφαγία. Στη πανήγυρη του Λυκαίου Διός θυσιαζόνταν
ένα παιδί· το κρέας ή τα σπλάχνα του ψήνουνταν μ’ άλλα κρέατα μαζί (γνώριμος
μετριασμός της ιερουργικής ανθρωποφαγίας) και τα τρώγαν. Όποιος τύχαινε να φάει
από το κρέας του παιδιού, «μεταμορφωνόντανε» σε λύκο και έφευγε στην ερημιά,
για να ξαναγίνει άνθρωπος αν μέσα στα εννιά χρόνια που ακολουθούσε δε δοκίμαζε
σα λύκος ανθρώπινο κρέας...
Οι ιερουργοί
και τα θύματα είναι από ορισμένο γένος, του Λυκάονα, που το όνομά του
σχετίζεται με το Λύκαιον και τους λύκους. Εδώ εικάζεται η μυητική τελετή ενός
γένους ή θιάσου «Λύκων» ή «Λυκανθρώπων» (το τοτεμικό γένος μετασχηματίζεται σε
θίασο όταν επιζεί), με βρεφοφαγική μετάληψη και με «Αναχώρηση» (αποτράβηγμα
στην ερημιά) των μυούμενων «Λύκων». Η ιερουργία καθρεφτίζεται στο μύθο του
γενάρχη Λυκάονα που θυσίασε βρέφος στο βωμό του Λυκαίου Διός και μεταμορφώθηκε
από τον Δία σε λύκο. Η βρεφοφαγία τρέχει και στο βάθος λογής μαιναδικών μύθων.
Ο μύθος για
την απαρχή των Αγριωνίων του βοιωτικού Ορχομενού ιστορεί πως οι τρεις θυγατέρες
του Μινύα, μη θέλοντας να πάρουν μέρος στα διονυσιακά όργια των άλλων γυναικών,
κρουστήκαν από το θεό με τη μανία του, λαχταρίσανε κρέας ανθρώπινο, σπάραξαν το
βρέφος της μιας τους, τον Ίππασο, και
το φάγαν. Στο μύθο των ομόλογων Αγρανίων του Άργους οι γυναίκες της χώρας
κρουστήκαν και αυτές από το θεό, που, του αρνιόνταν τη λατρεία τους, και,
παίρνοντας τα βουνά, σπάραζαν τα βρέφη τους και τα τρώγαν. (Σημαντικοί, για την
επιμονή της παράδοσης, είναι έτσι και οι κοντινοί στον Νόννο μύθοι της Αύρας,
αγαπημένης του Διονύσου, που σκοτώνει το παιδί της και το τρώει, και των
θυγατέρων του ποταμού Λάμου που, αναθρέφοντας τον Διόνυσο, παραλίγο να
κομματιάσουν το θείο βρέφος.)
Στο βάθος
των μύθων αυτών βρίσκεται, σίγουρα, το έθιμο να σπαράζεται ένα ομοίωμα, μα το
συνήθιο δεν θα κατακάθιζε στο τύπο της Βρεφοφαγίας, αν η Βρεφοφαγία δεν
βρισκόνταν και στης μαιναδικής πράξης το βάθος· και κάτου από το σκληρό φως της
Βρεφοφαγίας του Λυκαίου, οι βρεφοφαγικοί μύθοι παύουνε να’ ναι μύθοι μονάχα. Η
παράδοση πως οι «πάνθηρες» των Αϊσαούα[1]
σπαράζανε τα βρέφη τους, βεβαιώνεται από τα ξαναξεσπάσματα, ανάμεσά τους, της
πράξης. Στον ίδιο κύκλο πέφτει η ιστορία του Ακταίωνα, του αγοριού από την
Κόρινθο, που οι Βακχιάδες, πολεμώντας να το πάρουν, το σπαράζουν. Η ομωνυμία
του θύματος με τον Θηβαίο Ακταίωνα που σπαράζεται σε συγγενική λατρεία της
Άρτεμης και η πιθανή σχέση των Βακχιαδών με τον Διόνυσο, προδίνουν ιερουργία
παιδοσπαραγμού παραπλασμένη σ’ ερωτική τραγωδία.
Ερυθρόμορφο
αττικό αγγείο του 4ου αιώνα παρουσιάζει σκηνή διονυσιακής
παιδοφαγίας. Ένας γενειοφόρος με θρακικό ντύσιμο κρατεί στο ζερβί του γυμνό
παιδικό κορμί και με το δεξί του φέρνει στο στόμα του ένα μέλος του παιδιού
ξεκορμισμένο. Από τη μια του μεριά στέκει ο Διόνυσος, που κάνει κίνηση
αποστροφής και εμποδισμού, κι από την άλλη φεύγει άλλος άντρας, θρακικά
ντυμένος κι αυτός, που γυρίζει το κεφάλι του και κοιτά τρομαγμένος. Η παρουσία
του Διονύσου μαρτυρά μυστηριακή τελετή (ο θεός παραστέκεται στα δρώμενα των
μυστών), όπου ο σπαραγμός και το φάγωμα ενός παιδιού ανακρατιούνται σαν
παράσταση μόνο. Η αποδοκιμασία που δείχνει το κίνημα του θεού μηνά τους
προχωρημένους καιρούς, όπου το «δρώμενον» δύσκολα υποφέρεται και σαν παράσταση
ακόμη. Έχουμε, έτσι, από πολλές μεριές μαρτυρημένη την τροπή ή εναλλαγή της
μαιναδικής ωμοφαγίας σε βρεφοφαγία. Εδώθε ίσως ξηγιέται και ένα Σχόλιο στον
Κλήμεντα που βλέπει στα σπάραγμα και στην ωμοφαγία του ζώου μιαν αναπαράσταση
«του σπαραγμού του Διονύσου από τις Μαινάδες»: ωμά είσθιον κρέα οι μυούμενοι Διονύσω, δείγμα τούτο τελούμενοι του
σπαραγμού ον υπέστη Διόνυσος προς των μαινάδων.
Όπως
σπαράζεται και τρώγεται στη ζωομορφική του παράσταση, έτσι σπαράζεται και
τρώγεται ο θεός στη βρεφομορφική παράσταση του. Συμφυρμός των δύο πράξεων
μαρτυριέται στην Τενεδική λατρεία ενός Διονύσου «Ανθρωποσπαραχτή» (Ανθρωπορραίστου). Εδώ περιποιούνταν μια
γκαστρωμένη γελάδα και, άμα γεννούσε, την είχανε σα λεχώνα. Το «πλάσμα» θέλει
να πει πως το μοσχάρι που γέννησε είναι ένα ανθρώπινο βρέφος. Το νιογέννητο,
αληθινά, το ομοιώνουνε με τον Διόνυσο, φορώντας του τα γυναικεία ποδέματα του
θεού, τους «κοθόρνους», ύστερα το θυσιάζουνε, και εκείνος που το χτύπησε με το
τσεκούρι κυνηγιέται με πετροβόλι ίσαμε τη θάλασσα (γνώριμη πράξη αποτροπής και
καθαρμού για το φόνο). Ο σπαραγμός περνά στον τύπο της θυσίας και η θυσία
μπαίνει σ’ ένα σύστημα αποτρεπτικών ιερουργιών που το κλασσικό τους παράδειγμα
το δίνουν τα «Βουφόνια» της Αθήνας. Καθώς, έτσι, το διπλό τσεκούρι της θυσίας
εικονίζεται στα τενεδικά νομίσματα και γυρίζει σε παροιμία, Τενέδιος πέλεκυς, ίσως νάναι ο στόχος
και εδώ, καθώς στα «Βουφόνια», μιας δίκης.
Η ομοίωση
του μοσχαριού με τον βρεφικό Διόνυσο είναι φανερή και η θυσία του αντιστοιχεί
σε μια βρεφοθυσία. Η πράξη δεν φαίνεται, κι αλλιώς, αγνώριμη στην Τένεδο, γιατί
παραδίνεται πως στην τενεδική λατρεία του Μελικέρτη – Παλαίμονα θυσιάζανε
βρέφη. Αξιοσημείωτο, τέλος, πως η βρεφοφαγία περνά στην πράξη ή τη διαβόηση
χριστιανικών αιρέσεων· πως ξαναπροβαίνει στη θιασική Σατανολατρεία της παλιάς
Ευρώπης· και πως οι αιρέσεις άλλων θρησκειών την ξαναζωντανεύουν και στις μέρες
μας ακόμη.
Ισχυρή
βεβαίωση της Μαιναδικής Βρεφοφαγίας φέρνει η ένδειξη μιας γενικότερης
διονυσιακής Ανθρωποφαγίας. Κρατώντας μπηγμένο στο θύρσο της το κομμένο κεφάλι
του γιου της Πενθέα, στις «Βάκχες» του Ευρυπίδη, η Αγαύη καλεί τις μαινάδες του
Χορού να πάρουνε μαζί της μέρος στο φάγωμα του. Μια ανεξάρτητη, πάλι, εκδοχή
ξέρει πως ο Πενθέας μεταμορφώθηκε σε ταύρο από τον Διόνυσο και σπαράχτηκε από
τις Μαινάδες μεταμορφωμένες σε πανθέρες. Σ’ ερυθρόμορφη κύλικα, που από μέσα
εικονίζεται η Περσεφόνη με τον ταυρόμορφο Ζαγρέα στα γόνατα (ή η Πασιφάη με τον
Μινώταυρο) έχουμε εικονισμούς μαιναδικής ανθρωποφαγίας. Στη μια, εκστασιασμένη
μαινάδα ανάμεσα σε δύο Σατύρους κρατεί με το δεξί το θύρσο της και με το ζερβί
της σηκώνει και σα να φέρνει στο στόμα της ένα κομμένο ανθρώπινο ποδάρι· στην
άλλη, μια μαινάδα, και εδώ σηκώνει με το ζερβί και σα να φέρνει στο στόμα της
ένα ανθρώπινο χέρι. (Και στις δυο παραστάσεις οι Σάτυροι κάνουν κίνημα
αποστροφής και εμποδισμού με το χέρι).
Είδαμε στην
Τένεδο τη λατρεία ενός Διονύσου Ανθρωπορραίστου:
Το επίθετο μαρτυρά το σπαραγμό, στη λατρεία του, ανθρώπων. Στη Χίο, πάλι, μαρτυριέται
η λατρεία ενός «Ωμοφάγου» (Ωμαδίου) Διονύσου που στη χάρη του σπάραζαν, κατά
τον τενεδικό τρόπο, ανθρώπους: έθυον δε
και εν Χίω τω Ωμαδίω Διονύσω άνθρωπον διασπώντες και εν Τενέδω. «Έτσι
μπορούνε να καταλάβουμε γιατί οι Έλληνες, όταν ανακάλυψαν στις εκβολές του
Λείγηρος ένα κελτικό θεό λατρευόμενο από άγριες γυναίκες που σπάραζαν από μια
τους κάθε χρόνο στη χάρη του, τον ταυτίσαν μονομιάς με το Διόνυσό τους». Οι
διονυσιακές αυτές ιερουργίες θ’ ανεβαίνουν σε στάδια του αιγαιακού κόσμου που
δεν παράλλαζαν από τα στάδια της ανθρωποφαγικής μετάληψης των Ινδιάνων ή,
κοντινότερα, των Κελτών, όπου η ανθρωποθυσία είταν για τους Δρυίδες ευλάβεια
και το φάγωμα από το κρέας του θύματος εξαιρετική ευλογία.
Σ’ ένα πολύ υστερότερο
διονυσιακό έπος (τα Βασσαρικά του Διονύσου), ο Διόνυσος υποχρεώνει τους εχθρούς
του να φάνε ένα λείψανο περιντυμένο με λαφίσιο δέρμα. Αναξιόπιστη σε πολλά η
ύστερο – ελληνική φιλολογία, προσέχεται σε ιερουργικές πτυχές που το ήθος
αρχαιότερων αιώνων προτιμά να τις σωπαίνει. Λείψανα της ανθρωποσπαραχτικής
ωμοφαγίας πρέπει να βλέπουμε στις ανθρωποθυσίες στη λατρεία του Διονύσου. Ένας
θρύλος αρχαίων ανθρωποθυσιών στη λατρεία Διονύσου του Καλυδωνίου, που μεταφέρεται στις Πάτρες, παραδίνεται από τον
Παυσανία. Από τον ίδιον μαθαίνουμε πως δελφικός χρησμός καθιερώνει τη θυσία,
κάθε χρόνο, ενός όμορφου αγοριού στη λατρεία ενός Διονύσου Αιγοβόλου στις Ποτνιές της Βοιωτίας.
Στη Λέσβο λατρεύεται
ένας «Ωμοφάγος» (Ωμηστής) Διόνυσος κι
ακούμε πως σφάζαν εδώ, σε θυσίες του Διονύσου, ανθρώπους. Ο θρύλος ενός
μυτιληναίου ιερέα του Διονύσου, που σφάζει κρυφά ένα ξένο του και τιμωριέται με
φόνους των δικών του (ο γιος του, κάνοντας τον ιερέα σε τριετηρική διονυσιακή
γιορτή, σκοτώνει τον άλλον του γιο, η γυναίκα του σκοτώνει τον γιο για την
πράξη του, ο ιερέας σκοτώνει την γυναίκα του, όσο που θανατώνεται κι αυτός), πιστεύεται
ν’ αντιλαλούν την παράδοση των θυσιαστικών για τον Διόνυσο φόνων. Ο ήσκιος του
«Ωμηστού» Διονύσου απλώνεται ίσαμε την κατάφωτη Αθήνα. Πριν από τη ναυμαχία της
Σαλαμίνας ο Θεμιστοκλής θυσιάζει στον «Ωμηστήν» Διόνυσο τρεις αιχμαλώτους
Πέρσες.
Σημειώσεις
1. Αϊσαούα:
Θρησκευτικό τάγμα του Μαρόκου που απλώνεται στο Αλγέρι και την Τυνησία, ιδρυτής
του οποίου υπήρξε ο Μωάμεθ μπεν Ίσα ή Άϊσα.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ
ΑΡΘΡΟ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΗ ΛΕΚΑΤΣΑ «ΔΙΟΝΥΣΟΣ», ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, Β΄ ΕΚΔΟΣΗ 1985
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου