Η Αγία Τριάδα στην
Ανατολική και Δυτική Τεχνοτροπία
Διαφορετικές
προϋποθέσεις – θεολογικές, ανθρωπολογικές και γενικότερα κοσμοθεωριακές –
οδήγησαν στη δημιουργία δύο διαφορετικών παραδόσεων, άλλης στη δύση και άλλης
στην ορθόδοξη ανατολή (συμβατικά πάντα νοούμενες). Οι δύο παραδόσεις
εκφράστηκαν και στο χώρο της τέχνης με δύο διαφορετικές αισθητικές αντιλήψεις.
Δεν θα επιμείνουμε στην ανάπτυξη των θεολογικών προϋποθέσεων. Θα περιορισθούμε
σε συγκρίσεις των δύο καλλιτεχνικών αντιλήψεων, της δυτικής και της ανατολικής.
Και θα αφήσουμε κατ’ αρχήν τη θεολογική ερμηνεία, η οποία όμως συνεχώς θα
προϋποτίθεται. Παράλληλα θα συγκρίνουμε καθεμιά απ’ τις δύο τέχνες προς την
αυθόρμητη εικαστική αντίληψη του παιδιού, ως του παρθένου εδάφους πάνω στο
οποίο η κάθε τέχνη ασκεί την επίδρασή της. Έτσι θα φανεί ποια από τις δύο
βρίσκεται πλησιέστερα προς την παιδική αντίληψη, ποια επομένως εκφράζει το
παιδί αμεσώτερα, αλλά και ποια μπορεί να το οδηγήσει προς την ολοκλήρωση πιο
αβίαστα και πιο γόνιμα για την περαιτέρω καλλιτεχνική του δημιουργία στα χρόνια
της ωριμότητας...
Από τη
σύγκριση των τριών μεγεθών – τέχνης δυτικής, βυζαντινής και παιδικής – θα
οδηγηθούμε στην αξιολόγηση δύο εντελώς διαφορετικών διδακτικών μεθοδολογιών. Μιας διδακτικής του μαθήματος των
καλλιτεχνικών που βασίζεται στα διδάγματα της δυτικής τέχνης (και ιδιαίτερα της
Αναγεννήσεως) και μιας άλλης διδακτικής που προτείνεται εδώ έμμεσα, γιατί δεν
υφίσταται ως υπαρκτή σήμερα. Η άλλη αυτή διδακτική βασίζεται στα θεμελιώδη
αισθητικά αξιώματα της βυζαντινής τέχνης και κατ’ επέκταση φέρει μέσα της
διδάγματα της αρχαϊκής, κλασικής και ελληνιστικής αρχαιότητας. Κι ακόμα
αγκαλιάζει και ολόκληρη την μεταβυζαντινή και την λαϊκή μας τέχνη, οι οποίες αποτελούν
οργανική της συνέχεια της. Απηχεί, λοιπόν, αυτή η άλλη διδακτική τα διαχρονικά
διδάγματα και τις λύσεις που έδωσε μια πολιτιστική παράδοση υψηλή, όπως αυτή
του ελληνισμού, στο πρόβλημα του ανθρώπου και επομένως και της παιδείας του.
Η τέχνη της
Αναγεννήσεως, και συνεπώς και η διδακτική της, προσέχει τι φαινόμενα προκαλούνται στο περιβάλλον και πρέπει να παρασταθούν.
Π.χ. κατά πως πέφτει το φως αλλάζουν οι φωτοσκιάσεις (σκιές, παρσκιές), τα
σχήματα (το ένα αντικείμενο καλύπτει το άλλο, οι σκιές αλλοιώνουν τα
περιγράμματα, κ.ο.κ.), τα χρώματα (τα κοντινά αντικείμενα φαίνονται θερμότερα,
τα μακρινά ψυχρότερα· επίσης το φως του κεριού ρίχνει θερμότερο φως από το της
ημέρας κτλ). Δηλαδή ανάλογα με τη θέση του ως προς τη φωτεινή πηγή κάθε
αντικείμενο παριστώμενο στον πίνακα διαφοροποιείται φαινομενικά. Οι
καλλιτεχνικές του ποιότητες σχετικοποιούνται από τους πιο πάνω παράγοντες. Η
διαφοροποίηση αυτή προσδιορίζεται απόλυτα από τους άτεγκτους φυσικούς νόμους
της οπτικής. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε τελικά την αισθητική της
Αναγεννήσεως να μην ενδιαφέρει τόσο το ίδιο το παριστώμενο αντικείμενο, όσο η
δράση των φυσικών νόμων πάνω σ’ αυτό. Πραγματικότητα είναι για την τέχνη αυτή
το σύνολο των φαινομένων που οι φυσικοί νόμοι προκαλούν. Φυσικό είναι, λοιπόν
το βάρος να πέφτει στις φαινομενοκρατικές σχέσεις και στην απομίμησή τους στον
πίνακα.
Η ικανότητα
του καλλιτέχνη έγκειται στο να συλλάβει σωστά τις σχέσεις αυτές. Σχεδόν η
δουλειά του συνίσταται στο να μελετήσει τα εξωτερικά φαινόμενα που δημιουργούν
οι οπτικοί νόμοι και να τα απομιμηθεί με τη ζωγραφική του. Το αντικείμενο του
πίνακα καθαυτό δεν έχει για τον καλλιτέχνη της Αναγεννήσεως αξία, παρά σαν
αφορμή για να δείξει το ζωγραφικό του ταλέντο, την ικανότητά του να αναπαράγει
στον καμβά τις εικαστικές ιδιότητες του αντικειμένου (δηλ. σχήμα, χρώμα, υφή,
αποχρώσεις, φωτοσκιάσεις, σαφήνεια ή ασάφεια κ.ο.κ.) Τα πάντα, λοιπόν,
εξαρτώνται από τους φυσικούς νόμους της οπτικής και από τις φαινομενικές
σχέσεις που αυτοί δημιουργούν.
Αντίθετα, η
βυζαντινή τέχνη δεν παρασύρεται από τα φαινόμενα που προκαλούν οι νόμοι της
οπτικής. Δεν παρατηρεί και δεν παριστάνει αισθησιοκρατικά το πώς φαίνονται τα
όντα. Γι’ αυτήν τα όντα καταξιώνονται χάρη στη μετοχή τους σ’ ένα άλλο φως, που
δεν προσδιορίζεται απόλυτα από τους νόμους της οπτικής. Το φως της εικόνας έχει
μιαν ευελιξία και ελευθερία που σημαδεύει το αισθητικό αποτέλεσμα. Δεν
δημιουργεί δηλαδή τις φυσικές σκιές πίσω από τα πράγματα, δεν αφήνει επομένως
σκοτεινές γωνιές στο έργο, δεν επικαλύπτει τα όντα μεταξύ τους και κυρίως δεν
αλλοιώνει τις εικαστικές ιδιότητές τους (σχήμα, χρώμα κτλ.), εφ’ όσον δεν
αφήνει μονόπλευρες φωτοσκιάσεις, αλλά τα λούζει όλα και ολόκληρα μ’ ένα
κεντρομόλο φωτισμό, που απωθεί περιφερικά κάθε σκίαση. Δεν είναι ο χώρος εδώ για
να εκθέσουμε τη «φωταγωγική» της εικόνας, που αποτελεί το κλειδί για την
ερμηνεία της ορθόδοξης αισθητικής και συνάμα την ειδοποιό διαφορά της από κάθε
άλλην αισθητική. Αυτό θα αποτελούσε ολόκληρης ξεχωριστής μελέτης. Θα σταθούμε
μόνο σ’ αυτό που ενδιαφέρει το θέμα μας.
Στο ότι
δηλαδή κάθε ον ζωγραφίζεται στην εικόνα μ’ ένα τέτοιο τρόπο, με μια τέτοια
συμβατική ευέλικτη φωτοσκίαση, που χαρίζει μονιμότητα στα ιδιώματά του. Το
σχήμα και το χρώμα και ο φωτισμός του δεν διαφοροποιούνται ανάλογα με τη θέση
του στο χώρο της εικόνας, αλλά μένουν σταθερά, λόγω της ανεξαρτησίας τους από
τους φυσικούς οπτικούς νόμους. Είναι φανερό πως εδώ έχουμε να κάνουμε με μια
ριζική διαφορά μεταξύ δυτικής και βυζαντινής τέχνης. Ενώ στη δυτική
παριστάνεται η φαινομενική πλευρά των πραγμάτων, στη βυζαντινή ορίζεται
συμβατικά το τι είναι τα πράγματα
(πίνακας 1).
Αυτή η
θεμελιώδης διάκριση, εκτός από τις άπειρες συνέπειες που έχει στη διαφοροποίηση
της δυτικής από την ανατολική αισθητική έχει επί πλέον επιπτώσεις και στην
παιδαγωγική δραστικότητα κάθε μιας τέχνης.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ
π. ΣΤΑΜΑΤΗ ΣΚΛΗΡΗ «ΕΝ ΕΣΟΠΤΡΩ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΡΗΓΟΡΗ» 1992
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου