Μας παρέδωσε
λοιπόν ο Άγιος το Πηδάλιον, περιλαμβάνον συλλογήν και ερμηνείαν συνοδικών και
πατερικών θεσπισμάτων, τουτέστιν εν σημαντικόν μέρος της Ιεράς Παραδόσεως της
Ορθοδοξίας, δια να το έχωμεν μετά την Αγίαν Γραφήν ως δεύτερα θεόπνευστα λόγια.
Συνέβη όμως
με το Πηδάλιον, ό,τι και με την Αγίαν Γραφήν. Τα βιβλία της Αγίας Γραφής
συνεγράφησαν προς σωτηρίαν των ανθρώπων. Και όμως εχρησιμοποιήθησαν και χρησιμοποιούνται
υπό πολλών δια καταδίκας συνανθρώπων των, δια να στηρίξουν έριδας και μίση, δια
να δημιουργήσουν σχίσματα και αιρέσεις. Αναρίθμητα εγκλήματα διεπράχθησαν εν
ονόματι της Αγίας Γραφής! Από αυτήν εξεκίνησαν και όλοι οι αιρετικοί και
διαστρεβλούντες το νόημα του περιεχομένου της διήρεσαν τους Χριστιανούς και
έσχισαν τον άρραφον χιτώνα του Χριστού...
Παρομοίως
και το Πηδάλιον κατήντησε το ακένωτον οπλοστάσιον δια μάχας και έριδας μεταξύ
αδελφών Ορθοδόξων Χριστιανών, οι οποίοι κατηγορούν και καταδικάζουν ο ένας τον
άλλον δια παραβάσεις Κανόνων και αντικανονικάς ενεργείας. Και όμως το Πηδάλιον,
όπως η Αγία Γραφή, έχει σκοπόν την ψυχικήν ωφέλειαν και σωτηρίαν, όχι την
αλληλοεξόντωσιν των ανθρώπων. Ο Άγιος Νικόδημος το θεωρεί «πολυωφελές και μεγαλωφελές» βιβλίον. Εγράφη και ετυπώθη δια να
φωτισθούν οι Χριστιανοί «φωτισμό γνώσεως
αιώνιον». Δια τούτο αναφωνεί ο Άγιος: «Μακάριοι
εστέ, Χριστιανοί αδελφοί, ότι δια της Βίβλου ταύτης ηξιώθητε να γνωρίσετε τα
ευάρεστα τω Θεώ πατρικά και συνοδικά παραγγέλματα». Δια την πλήρη
κατανόησιν των παραγγελμάτων αυτών προσετέθη η εξήγησις των Ιερών Κανόνων, «αναγκαιοτάτη ούσα προς την κοινήν απάντων
των Χριστιανών σωτηρίαν». Το Πηδάλιον απευθύνεται εις κάθε Χριστιανόν δια
να τον οδηγή εις την σωτηρίαν, δεικνύων δια των Κανόνων την ευθείαν οδόν. Διότι
ο Ιερός Κανών είναι όπως ο Κανών (χάραξ) των τεχνιτών, το «ξύλον, κοινώς πήχυς ονομαζόμενον, το οποίον μεταχειρίζονται οι
τεχνίται δια να ισάζουν τα ξύλα, και τας πέτρας, οπού δουλεύουσι. Βάλλοντες γαρ
τον πήχυν τούτον εις τα δουλευόμενα παρ’ αυτών, εάν ταύτα είναι στραβά, έσω, ή
έξω, ισάζουσιν αυτά, και ευθέα κατασκευάζουσιν».
Εκείνος
βεβαίως, ο οποίος δεν ενδιαφέρεται δια την διόρθωσιν του εαυτού του, αλλά δια
τον έλεγχον μόνον των άλλων, δύναται, εάν θέλη, να αναζητή και να ανευρίσκη
εντός του Πηδαλίου Ιερούς Κανόνες, επί τη βάσει των οποίων θα καταδικάζη τους
αδελφούς του δια κανονικά παραπτώματα. Όποιος όμως με ειλικρινή διάθεσιν
μελετήση ολόκληρον το Πηδάλιον, θα ανακαλύψη πλήθος ιδικών του παραπτωμάτων, θα
οδηγηθή εις βαθείαν ταπείνωσιν, δια της οποίας μόνης δύναται να διαφύγη τας
παγίδας του εχθρού, θα δυσκολεύεται πλέον να κατακρίνη τον αδελφόν του και θα
επικαλήται το έλεος του Θεού και την βοήθειάν Του δια να λυτρωθή εκ των
αμαρτιών του.
Τούτο
επεδίωκεν ο Άγιος Νικόδημος δια της εκδόσεως του Πηδαλίου: να έλθουν οι Χριστιανοί
εις γνώσιν του ορθού και να επιζητήσουν οι ίδιοι την διόρθωσίν των. Δεν ήθελε
να αυξήση τας έριδας και διαμάχας μεταξύ των, ούτε να πληθύνη τας καταδίκας και
αφορισμούς. Αντιθέτως μάλιστα, ο ίδιος κατέβαλε προσπαθείας να περιορισθούν και
να μετριασθούν οι βαρείς αφορισμοί, οι οποίοι ευκολώτατα εξαπελύοντο κατά την
εποχήν του, συνοδευόμενοι υπό φρικτών καταρών. Γράφων το «Συμβουλευτικόν
εγχειρίδιον» προς τον εξάδελφόν του Μητροπολίτην Ευρίπου Ιερόθεον, τον
προτρέπει: «Μάλιστα δε σπούδαζε δι’
αγάπην Χριστού να μη καταράσαι και να αφορίζης απλώς και ως έτυχε· βαρβάρων γαρ
τούτο και απαιδεύτων ανθρώπων ίδιον· αλλά και κωλύεται τούτο υπό των θείων Κανόνων
και ανοίκειον πάντη είναι εις τον αρχιερατικόν χαρακτήρα· διότι ο αρχιερεύς
πρέπει να εύχηται πάντοτε και να ευλογή το ποίμνιόν του και ουχί να το
καταράται». Μόνον εις εσχάτην ανάγκην επιτρέπεται ο αφορισμός, αλλά και
τότε δεν πρέπει να εξαπολύεται (όπως είχε γίνει συνήθεια) ως κατάρα και
ανάθεμα, το οποίον σημαίνει χωρισμό του ανθρώπου από τον Θεόν και παράδοσιν εις
τον Διάβολον, αλλά να είναι, κατά την αρχαίαν τάξιν της Εκκλησίας, μόνον
αποκλεισμός από τα Μυστήρια και χωρισμός από τους πιστούς. Και εις το Πηδάλιον
ζητεί ο Άγιος Νικόδημος να καταργηθή ο φρικτός τύπος αφορισμού της εποχής του,
ο οποίος δεν διέφερε του αναθέματος. Ομιλών δε και περί του αναθέματος,
αποτρέπει τελείως απ’ αυτού.
Παρομοίαν
διαφώτισιν περί των αφορισμών είχεν επιχειρήσει προηγουμένως και ο άλλος μέγας
Αγιορείτης του 18ου αιώνος, Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός. Παρεκάλει να μην
προβαίνουν οι κληρικοί εις αφορισμούς, έστω και αν τους προσέφερον «χίλια
πουγγιά» (500.000 γρόσια!) δια να το πράξουν.
Αντί να
κατακρίνωμεν, καταδικάζωμεν και αφορίζωμεν, ο Άγιος Νικόδημος μας προτρέπει να
προσπαθώμεν να βοηθήσωμεν τον αδελφόν μας να απαλλαγή εκ του αμαρτήματός του,
μας βεβαιώνει δε ότι αμαρτάνομεν, εάν αδιαφορήσωμεν και τον αφήσωμεν να
απολεσθή. Αλλ’ η προσπάθεια δια την διόρθωσιν του αδελφού δεν πρέπει να γίνεται
με απότομον τρόπον, αλλά με ταπείνωσιν και υπομονήν. Εις το βιβλίον του
«Χρηστοήθεια των Χριστιανών» ο Άγιος Νικόδημος γράφει πολλά περί των τρόπων του
αδελφικού ελέγχου και των συμβουλών προς τον αμαρτάνοντα: «Πρώτον λοιπόν … μη τον ελέγχης παρρησία και φανερά έμπροσθεν εις
άλλους, αλλά μυστικά μεταξύ σού και αυτού μόνου … Και δεύτερον, να ελέγχης
αυτόν, όχι ονειδίζοντάς τον και κατακρίνοντας, αλλ’ ως συλλυπούμενος και πονών
δια την σωτηρίαν του». «Με τοιούτον
τρόπον όταν γίνεται ο έλεγχος, Χριστιανοί, ευκόλως τον παραδέχεται ο ακούων
αδελφός και ωφελείται και διορθώνεται». Αυτούς δε τους «μαλακούς και παρακαλεστικούς» τρόπους πρέπει να μεταχειρίζωνται
όχι μόνον οι όμοιοι προς τους ομοίους, αλλά και οι ανώτεροι προς τους
κατώτερους, δηλ. οι πατριάρχαι προς τους αρχιερείς, οι αρχιερείς προς τους
ιερείς, οι ιερείς προς τους λαϊκούς. Και αυτοί «πρέπει πάντοτε να σμίγουσι με τον έλεγχον και παρακάλεσιν ταπεινή,
μιμούμενοι τους ιατρούς, οίτινες δεν κόπτουσι μόνον την πληγήν, αλλά και
βάλλουσιν εις αυτήν έμπλαστρον και γλυκείαν αλοιφήν. Επειδή μόνος ο έλεγχος όταν
γίνεται, είναι ανυπόφορος, καθώς λέγει ο Χρυσόστομος»…
Το αυστηρόν
πνεύμα, το οποίον διέπει τας ερμηνείας και τα σχόλια του Αγίου Νικοδήμου εις
τους Κανόνας, δημιουργεί εις πολλούς το αίσθημα ότι το Πηδάλιον εκφράζει έναν
ακραίον συντηρητισμόν, ο οποίος τυραννεί τον άνθρωπον και τον καταδικάζει εις
παθητικήν στασιμότητα.
Εάν θέλωμεν όμως
να κατανοήσωμεν περισσότερον το πνεύμα του Πηδαλίου, πρέπει εξ αρχής να
διακρίνωμεν την διαφοράν μεταξύ συντηρητισμού αφ’ ενός και αγάπης προς την
Ορθόδοξον Παράδοσιν αφ’ ετέρου.
Ο
συντηρητισμός είναι δουλική προσήλωσις εις ό,τιδήποτε μας έχουν παραδώσει οι
προηγούμεναι γενεαί, αδιακρίτως εάν τούτο είναι καλόν ή κακόν. Και την
χειροτέραν κληρονομίαν του παρελθόντος την θεωρεί «παράδοσιν» και εκφράζει
φόβον και μίσος προς κάθε απόπειραν μεταβολής, ασχέτως εάν αυτή επιφέρη
βελτίωσιν και διόρθωσιν της καταστάσεως. Δια τούτο ο συντηρητισμός είναι αληθής
ασθένεια του ανθρωπίνου πνεύματος, η οποία με την στατικότητά της έχει ως
αποτέλεσμα την διαιώνισιν των κακών του παρελθόντος.
Η αγάπη προς
την Ορθόδοξον Παράδοσιν είναι κάτι πολύ διαφορετικόν. Είναι έρως προς ό,τι
ωραίον, γνήσιον, αληθινόν και αιώνιον εδώρησεν εις τους ανθρώπους η αγάπη του
Θεού και ό,τι πολύτιμον προσέφερε λατρευτικώς εις τον Θεόν η ευγνωμοσύνη των
ανθρώπων. Είναι αγάπη της ιδίας της αγάπης, η οποία ενώνει τον Θεόν με τους
ανθρώπους. Εις αυτήν την αγάπη δεν υπάρχει χώρος δια το ψεύδος και την
υποκρισίαν, δια τας ασχημίας και κατωτερότητας. Ο φλεγόμενος υπ’ αυτής ποθεί να
φύγη από την ανθρωπότητα το σαπρόν και να επικρατήση το υγιές. Δεν είναι η
αγάπη αυτή στείρος συναισθηματισμός, αλλά δύναμις ζώσα, δημιουργική και
ανακαινίζουσα, οδηγούσα τον άνθρωπον εις διαρκή πορείαν προς τα ανώτερα, εις
διαρκή αγώνα δια τα ευγενέστερα.
Ακριβώς αυτή
η αγάπη της Ορθοδόξου Παραδόσεως, σφοδρός έρως Ορθοδοξίας, συνείχε τον Άγιον
Νικόδημον και τον ωδήγησεν εις αγώνας δια πράγματα αληθώς επαναστατικά διά την
εποχήν του, όπως ήσαν η συνεχής θεία Μετάληψις και η μετάφρασις και διάδοσις
ιερών κειμένων εις την γλώσσαν του λαού.
Αντιθέτως,
πολλάς φοράς συνήντησε δυσκολίας και αντιμετώπισεν αντιδράσεις εκ μέρους
αμεταπείστων συντηρητικών, οι οποίοι επέμενον να διατηρούν «κακάς συνηθείας των μωρών και διεφθαρμένων ανθρώπων … αλόγους
προλήψεις μερικών ανοήτων … παρανόμους και ασυλλογίστους παραδόσεις, τας οποίας
εφεύρηκαν μεν οι παλαιοί άνθρωποι, τας ηκουλούθησαν δε ως τυφλοί και τας
εφύλαξαν οι μεταγενέστεροι».
Δεν πρέπει
λοιπόν να βλέπωμεν το Πηδάλιον ως τέκνον στείρου συντηρητισμού. Διότι εις την
πραγματικότητα το βιβλίον τούτο είναι καρπός της δημιουργικής και αεικινήτου
αγάπης του Αγίου Νικοδήμου προς την Ορθόδοξον Παράδοσιν, η οποία μεταφράζετο
εις αγάπην προς την Εκκλησίαν και συνεπως εις αγάπην προς τα μέλη της
Εκκλησίας, τους Χριστιανούς, χάριν των οποίων ακριβώς το Πηδάλιον εγράφη και
ετυπώθη.
Είναι βέβαια
αυστηρόν και ασκητικόν το πνεύμα του Πηδαλίου. Όμως η αυστηρότης αυτή δεν
προέρχεται εκ σκληρότητας και απανθρωπίας. Πηγάζει ακριβώς εξ αγάπης προς τον
άνθρωπον, εις τον οποίον αποκαλύπτει την οδόν της τελειότητος και την διαγράφει
μετ’ ακριβείας. Ολόκληρον το Πηδάλιον είναι έκφρασις του πόθου της τελειότητος
και συγχρόνως πρόσκλησις προς την τελειότητα και διαρκής υπόμνησις της θείας
προτροπης: «Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι,
ώσπερ ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειος εστιν» (Ματθ. ε΄ 48).
Ο Άγιος
Νικόδημος, όπως όλοι οι Άγιοι όλων των εποχών, εφλέγετο υπό του πόθου της
τελειότητος. Όμως η πρόσκλησις προς την τελειότητα, την οποίαν μας απευθύνει
δια του Πηδαλίου, δεν ευρίσκει ευκόλως ανταπόκρισιν. Ο άνθρωπος συνήθως δειλιά
προ της αυστηρότητος και τους ασκητικού πνεύματος, βλέπει τον δρόμον των Αγίων
ως αβάστακτον στέρησιν ηδονών. Δια τούτο διστάζει και αναβάλλει. Δεν
υποψιάζεται καν ότι η στέρησις των αισθητών ηδονών είναι μία μόνον πλευρά της
ζωής των Αγίων· ότι υπάρχει και άλλη πλευρά, μυστικωτέρα, αλλά ουσιαστική· και
ότι αυτή είναι πρόγευσις της αιωνίου μακαριότητος, η γεύσις ανωτέρων
πνευματικών ηδονών ήδη κατ’ αυτήν την ζωήν. Όταν ο άνθρωπος γνωρίση την
γλυκύτητά των, δεν ελκύεται πλέον ευκόλως υπό των σωματικών ηδονών και η
στέρησις των απολαύσεων του κόσμου παύει να έχη σημασίαν δι’ αυτόν. «Ο γευσάμενος των άνω, ευχερώς των κάτω
καταφρονεί, ο δε εκείνων άγευστος, επί προσκαίροις αγάλλεται» λέγει ο Άγιος
Ιωάννης ο Σιναΐτης. Ο Άγιος Νικόδημος, όταν μας προσκαλή εις την ζωήν της
κανονικής ακριβείας και τελειότητος, μας προσκαλεί ακριβώς εις την γεύσιν των
ανωτέρων αυτών ηδονών, περί των οποίων θαυμασίως ομιλεί εις το «Συμβουλευτικόν
εγχειρίδιον» του.
Προτρέπων ο
Άγιος όλους τους Χριστιανούς να τηρούν την ακρίβειαν των ιερών Κανόνων,
εγνώριζε βεβαίως πόσον τούτο είναι δύσκολον εξ αιτίας των ανθρωπίνων αδυναμιών.
Παρατηρών κατ’ αρχήν μετά πόνου τας διαρκείς παραβάσεις Κανόνων λόγω αγνοίας,
ηθέλησε δια της εκτυπώσεως του Πηδαλίου να βοηθήση εις την διόρθωσιν της καταστάσεως,
προσφέρων εις όλους την γνώσιν του ορθού. Είδεν όμως και μετά ταύτα να
συνεχίζεται το κακόν. Δεν παρεσύρθη εν τούτοις εις προσωπικάς επιθέσεις και
δημοσίας καταδίκας των παραβατών, ούτε εδημιούργησε παρατάξεις και σχίσματα.
Χάριν της ειρήνης της Εκκλησίας, παρεκάλει τουλάχιστον να μην εμποδίζωνται εις
την τήρησιν της ακριβείας, όσοι την επιθυμούν. Δια τους άλλους, ας επεκράτει η
οικονομία, η οποία ανέκαθεν συγκαταβατικώς εφηρμόζετο εν τη Ορθοδοξία. Ο ίδιος
γράφει: «δύω είδη κυβερνήσεως ευρίσκονται
εν τη του Χριστού Αγία Εκκλησία· και το μεν πρώτον είδος, ονομάζεται Ακρίβεια,
το δε άλλο, ονομάζεται Οικονομία, και συγκατάβασις». Αναφερόμενος εις τας
έριδας και ταραχάς περί της ημέρας τελέσεως των μνημοσύνων, αι οποίαι από του
1754 επί πολλάς δεκαετίας συνεχίζοντο εν Αγίω Όρει, και δεχθείς προσωπικώς
υβριστικάς κατηγορίας δια το θέμα αυτό, ο ίδιος απεδέχετο την «οικονομίαν», την οποίαν προς ειρήνευσιν
μετεχειρίσθη ο Πατριάρχης Σωφρόνιος Β΄, ορίσας να γίνωνται τα μνημόσυνα «απαρατηρήτως» (χωρίς παρατήρησιν
ημερών) είτε εν Σαββάτω, είτε εν Κυριακή. Επεξηγών τούτο σαφέστερον γράφει: «Και δια να ειπώ καθαρώτερα, εάν εσύ αδελφέ
θέλης να ποιής τα μνημόσυνα εν Κυριακή φυλάττων την οικονομίαν της Εκκλησίας,
και συγκατάβασιν· ημείς δεν πρέπει να σε παρατηρώμεν και να σε κατηγορώμεν δια
τούτο, ούτε να σε βιάζωμεν δια να τα κάνης Σαββάτω· και αντιστρόφως, εάν ημείς
ποιώμεν τα μνημόσυνα εν Σαββάτω, φυλάττοντες την ακρίβειαν, και την αρχαίαν της
Εκκλησίας παράδοσιν· εσύ δεν πρέπει να μας παρατηρής και να μας κατηγορής δια
τούτο, δυσφημών ημάς με ονόματα δύσφημα, αλλά μάλλον και να μας επαινής».
Εκ των
ανωτέρω σαφέστατα καταφαίνεται πόσον ο Άγιος Νικόδημος απεστρέφετο τας έριδας
και επόθει την ειρήνη της Εκκλησίας. Δια την επικράτησίν της ήτο έτοιμος να
δεχθή οικονομίας και συγκαταβάσεις και να ανεχθή αποκλίσεις των άλλων εκ της
ακριβείας των Κανόνων.
Και όμως
πόσοι Χριστιανοί σήμερον χρησιμοποιούν το Πηδάλιον του Αγίου Νικοδήμου δια να
κατηγορούν διαρκώς και μετά πάθους τους αδελφούς των! Πόσοι το χρησιμοποιούν εις
προσωπικάς διαμάχας! Πόσοι δημιουργούν σχίσματα στηριζόμενοι εις αυτό!
Αξίζει δια
τούτο να ακούσωμεν την έκλησιν εκείνην, την οποίαν μετά βαθέους ψυχικού πόνου
απηύθυνεν ο θείος συγγραφεύς του Πηδαλίου προς ωρισμένους εριστικούς μοναχούς
της εποχής του, αλλά και προς όλα τα εριστικά μέλη της Εκκλησίας όλων των
εποχών, ικετεύων να παύσουν τας έριδας και να αγαπήσουν την ειρήνην:
«Αδελφοί και Πατέρες, εάν δεν εκριζώσετε το μίσος
από την καρδίαν σας, και δεν εμφυτεύσετε την αγάπην, και εάν δεν παύσετε από τας
κατά των αδελφών σας δυσφημίας, να ηξεύρετε (και σύγγνωτε ημίν δια την τόλμην)
ότι ματαίως κατοικείτε εις τα όρη και τα βουνά· μάταιοι είναι όλοι οι ασκητικοί
σας αγώνες και κόποι και ιδρώτες· να ειπούμεν και μεγαλύτερον; μαρτύριον
αισθητόν εάν υπομείνητε δια τον Χριστόν, έχετε δε μίσος, και δεν αγαπάτε τους
αδελφούς σας, μάταιον είναι το τοιούτον μαρτύριόν σας· και τούτο δεν είναι
λόγος εδικός μου, αλλά του χρυσού τον νουν και την γλώτταν Ιωάννου· ούτω γαρ
εκείνος φησίν· “Αγάπης ουδέν, ούτε μείζον ούτε ίσον εστιν, ουδέ αυτό το
Μαρτύριον, ό πάντων εστι κεφάλαιον των αγαθών· και πως; άκουσον. Αγάπη μεν, και χωρίς μαρτυρίου, ποιεί μαθητάς του
Χριστού· Μαρτύριον δε, χωρίς αγάπης, ουκ αν ισχύσειε τούτο εργάσασθαι”. (Λόγ.
εις τον Μεγαλομάρτυρα Ρωμανόν).
Αφίνοντες
λοιπόν, Αδελφοί και Πατέρες, εις ένα μέρος το μίσος και τον φθόνον, και τας
κατά των αδελφών δυσφημίας, ας αναλάβωμεν το σημείον και το γνώρισμα των
μαθητών του Χριστού, την Αγάπην, και την προς αλλήλους ειρήνην και ομόνοιαν και
συμψυχίαν εναγκαλισώμεθα, και ούτως ας προσφέρωμεν εν ειρήνη τας ευχάς μας τω
ειρηνάρχη Θεώ, τω ειρηνοποιήσαντι ημάς δια του Αίματος του Σταυρού αυτού, και
ειρήνην δόντι τοις μακράν και τοις εγγύς, κατά τον Απόστολον· δοξάζοντες εν ενί
στόματι, και μια καρδία, το πανάγιον Όνομα του Πατρός, και του Υιού, και του
Αγίου Πνεύματος, της μιας εν Τριάδι Θεότητος· ή πρέπει πάσα δόξα εις τους
αιώνας των αιώνων. Αμήν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου