Η ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ Η ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ, ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΣΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΟΥ ΠΑΡΑΠΕΜΠΟΥΜΕ * ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ "ΣΛΑ ΜΑΧΑΛΑ"

9 Σεπ 2018

Ποιον επιτέλους θαυμάζουν οι άνθρωποι;


Γράψαμε αρκετά, στη στήλη τούτη, για τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη˙ δεν έχει κανένα νόημα να γυρίσουμε στο ίδιο θέμα. Αξίζει όμως, με την ευκαιρία του εορτασμού που συνεχίζεται, να θέσουμε στον εαυτό μας το ερώτημα και πάλι: Ποιον επιτέλους θαυμάζουν οι άνθρωποι; Ποιον ανθρώπινο τύπο; Και – το σημαντικότερο – τι φανερώνει για τους ίδιους, για τις θεμελιακές κλίσεις τους, ένας τέτοιος θαυμασμός;...

Η πρώτη εντύπωση μοιάζει αρκετά απαισιόδοξη: οι άνθρωποι θαυμάζουν τον πετυχημένο που τους εξουσιάζει. Τα μέσα επιτυχίας αν είταν ίσια ή πλάγια, νόμιμα ή όχι, ωφέλιμα στο ανθρώπινο σύνολο ή βλαβερά, φαίνεται αδιάφορο. Εκείνο που χαιρετίζεται από την κοινή γνώμη, είναι ο επιβραβευμένος δυναμισμός. Ο τίτλος – και το περιεχόμενο – ενός άρθρου για τον Βοναπάρτη γραμμένου από σύγχρονο Γάλλον ιστορικό εδώ και λίγες μέρες, μοιάζει στο σημείο τούτο διαφωτιστικός: «Ναπολέων, η ένταση ζωής». Την ένταση της ζωής λοιπόν θαυμάζει ο κόσμος, της εξωτερικής βέβαια, όχι της εσωτερικής ζωής, και σ’ αυτό πρέπει να πούμε πως η συνείδησή του λειτουργεί αυτοματικά, πρωτόγονα, δίχως τη στάση εκείνη που βοηθάει στην κρίση. Το σύμπτωμα φέρνει στην επιφάνεια τη σχετικότητα, την υποκρισία και τη στενά χρηστική αξία της Ηθικής.
Δεν θαυμάζουμε ό,τι θεωρητικά θα εγκρίναμε. Θαυμάζουμε ό,τι παρεβίασε τη συνείδησή μας, μπήκε μέσα κι εγκαταστάθηκε αυτόκλητο. Αλλά από τη στιγμή όπου αναγνωρίζουμε ν’ αληθεύει το φαινόμενο τούτο, πρέπει και να παραδεχτούμε το συμπέρασμα που ακολουθεί: Έχουμε δύο μέτρα και δύο σταθμά. Με άλλο μέτρο μετράμε τον «ήρωα» (στη γενική, τη συμβατική σημασία του όρου), με άλλο μέτρο τον δίκαιο. Ο δίκαιος δεν έχει στα μάτια μας καμιά λάμψη. Είναι, το πολύ – πολύ, καθησυχαστικός κι εποικοδομητικός, μια διασφάλιση της αμεριμνησία μας. Ο ήρωας, αντίθετα, προκαλεί μιαν ύψωση της θερμοκρασίας, διεγείρει την φαντασία, συνεπαίρνει. Αδιάφορο πόσο τον πληρώνετε. Το συνηθέστερο, όταν είναι του βοναπαρτικού τύπου, πληρώνεται ακριβά. Είναι πολυτελής απόλαυση, όπως οι καταχρήσεις. Δεν έχει παρά να συλλογιστεί κανένας τους ολοκληρωτικούς ηγέτες που προκάλεσαν τον Μεγάλο πόλεμο. Πνίξανε την οικουμένη στο αίμα. Τους αναθεματίζουμε – και το σύμπαν διαβάζει με πάθος, εικοσιπέντε τώρα χρόνια, τ’ αναγνώσματα που τους αποθανατίζουν: Πέθανε ή ζει ο Χίτλερ; Πως ακριβώς έγινε η αυτοκτονία του; Ποιες είταν οι τελευταίες ημέρες του Μουσολίνι; Δολοφονήθηκε ή όχι ο Στάλιν; Ας ισχυριζόμαστε πως μέσα σ’ όλ’ αυτά, εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι η Ιστορία. Τους αναγνώστες τούς μαγνητίζει το κεντρικό πρόσωπο. Όταν γίνεις ανάγνωσμα, σημαίνει πως μπήκες στην περιοχή του λαϊκού θρύλου. Αλίμονο και τρις αλίμονο!
Να βλέπουμε τα πράγματα καταπρόσωπο, μην κρυβόμαστε πίσω από τις κολακευτικές αυταπάτες, γιατί τότε δεν ωφελεί σε τίποτα και να γράφουμε: Ο καθένας μπορεί να περιορίζεται στους προσωπικούς του διαλογισμούς. Οι πρώτοι που συνειδητοποίησαν αυτή την ακτινοβολία του «δυνατού», του αδιάφορου για όλες τις ηθικές αξίες, και τόλμησαν να το στήσουν στο κέντρο του πίνακά τους, είναι οι μεγάλοι ελισαβετιανοί. Η ιστορία άρχισε με τον νεαρό Χριστόφορο Μάρλωου, που διάλεξε για το πρώτο έργο του ήρωα τον Ταμερλάνο. Ούτε λίγο ούτε πολύ! Ας χαιρετίσουμε την πρωτοποριακή ειλικρίνεια του ποιητή από το Καντέρμπουρυ. Δεν σημαίνει πως επειδή ο Ταμερλάνος είναι Μογγόλος κι’ επειδή η Ιστορία γράφεται πάντα με τρόπο μονόπλευρο, ότι θα πρέπει να στείλουμε τον Τάταρο κατακτητή στο πυρ το εξώτερο, και μάλιστα ασυντρόφευτον. Βάζουμε βέβαια δίπλα του και τον Αττίλα, και τον Τσεγγίς Χαν˙ αλλά η κατάταξη αυτή και πάλι δεν αίρει την μεροληψία. Και οι τρεις τους βρίσκονται έξω από τον πολιτισμικό μας κύκλο, μας απείλησαν κάποτε, γι’ αυτό τους καταδικάζουμε. Είτανε, λέει, κι’ απολίτιστοι. Όχι περισσότερο από τους Γότθους και τους Βανδάλους, που ανακατεμένοι τελικά με τους ντόπιους, θεμελίωσαν τη νεώτερη Ευρώπη. Ο Μάρλωου, εκεί στα τέλη κιόλας του ΙΣΤ΄ αιώνα, μπόρεσε να ιδεί με πνεύμα ανεξάρτητο τον Ταμερλάνο. Τον αξιοποίησε ποιητικά. Πως; Με το να τον μεγεθύνει σε δείγμα εντατικής ζωής που ξεπερνάει όλα τα όρια.
Από τότε ακολούθησαν άλλοι, κανένας όμως με την προκλητική τόλμη του Μάρλωου. Ο Σαίξπηρ, νεαρός κι αυτός, ηρωοποιεί τον Ριχάρδο του Γκλόστερ, τον στηρίζει όμως ηθικά με μια σωματική αναπηρία που μεταμορφώνει την κακουργία του σε μεταφυσική ανταρσία. Είναι δύσκολο να δικαιώσεις δραματικά την απόλυτη κακουργία, γιατί στο θέατρο λειτουργεί η λεγόμενη «ποιητική δικαιοσύνη». Στο θέατρο ζητάμε επιβράβευση της αρετής και κολασμό της κακίας. Στο θέατρο δεν είμαστε ειλικρινείς όπως στην καθημερινή μας ζωή. Στη ζωή, αφηνόμαστε να μας κυβερνάνε οι κλίσεις μας, τα πάθη μας˙ στο θέατρο βάζουμε τα καλά μας. Είναι κοινωνική εκδήλωση το θέατρο, σύναξη ατόμων που έχουν επίγνωση πως αποτελούν ομάδα, πως παίζουν έναν κοινωνικό ρόλο. Ο καθένας το ρόλο του τον θέλει να του είναι κολακευτικός.
Σε τούτη τη σύμβαση θέλησε ν’ αντιδράσει ο Αρτώ και το μετέπειτα «σκληρό» θέατρο. Θέλησαν, με νύχια αγανακτισμένα, να μας ξεγυμνώσουν, να μας αναγκάσουν σε ειλικρίνεια. Είναι χαρακτηριστικό το πόσο ενοχλήθηκε ο υποκριτικός καθωσπρεπισμός. Πηγαίνουμε στο θέατρο όχι μόνο για να ιδούμε ρόλους στη σκηνή αλλά για να παίξουμε ένα ρόλο. Το παράδειγμα της σκηνής είναι μεταδοτικό. Θέλουμε τη φωτογραφία αυτήν να μας κολακεύει (ποιητική δικαιοσύνη) έτσι που κι’ εμείς ν’ αποκομίζουμε την κολακευτικότερη που γίνεται ιδέα για το άτομό μας. Τότε, το έργο το λέμε «διδακτικό».
Γιατί τάχα οι άνθρωποι να θαυμάζουν τον πετυχημένον, ανεξάρτητα από τα μέσα της επιτυχίας του; Επειδή πραγματοποιεί εκείνο που, κρυφά κι’ ανάκρυφα, ο καθένας τους θα ήθελε να κατορθώσει: την παντοδυναμία, τον εξουσιασμό, και μαζί την εντατική απόλαυση της ζωής. Τον άγιο τον θέλουν το πολύ – πολύ για όργανό τους, μεσολαβητή απέναντι στον Ύψιστο. Δεν τον θαυμάζουν. Ο δίκαιος – ποικιλία του αγίου σε βαθμίδα χαμηλότερη – είναι ακίνδυνος, γιατί λοιπόν να του υποκλιθούν; Ο δίκαιος, εξ ορισμού, δεν θα θελήσει να βλάψει, είναι άκακος, άοπλος, γιατί δεν είναι μνησίκακος. Θαυμάζω ό,τι μου επιβάλλεται και μου θυμίζει πως είμαι εξαρτημένος. Η εκτίμηση που τρέφω για τον δίκαιο είναι πολύ παθητική για να μπορεί ν’ αντισταθμίσει τη δύσκολη αρετή του, τον εσωτερικό ασκητισμό του. Ο δίκαιος είναι αυτοθυσιασμένος, και μόνο στην αυτοθυσία τούτη – την παράλογη για τον κοινό, «λογικό» άνθρωπο – βρίσκει τη δικαίωσή της η αρετή του. Είναι ένας κύκλος ηθικά κλειστός.
Ύστερα απ’ αυτά δεν πρέπει ν’ απορούμε που ο κόσμος δεν «διορθώνεται». Γυρεύουμε ευθύνες από τους επιφορτισμένους με τη διαχείρισή του και ξεχνάμε πως τους θέλουμε ν’ ανταποκρίνονται στα κρυφά μας ιδανικά, που υπαγορεύονται όχι από τίποτα θεωρίες παρά από τα ένστικτά μας. Συχνά η κρίση μας ελέγχει, διαμαρτύρεται˙ γιατί η κρίση στέκεται σ’ απόσταση από το ένστικτο, θέλει να διαδηλώνει μιαν ηθική αυτονομία. Όμως το ένστικτο επικρατεί, αφήνει την κρίση στο περιθώριο, να ξεθυμαίνει σε κουβέντες του καφενείου. Σηκώνεται ένας Βοναπάρτης και μας πηγαίνει στο σφαγείο˙ τον ανεβάζουμε στα σύννεφα, τον ανακηρύσσουμε ήρωα. Σκοτωνόμαστε να παρακολουθούμε τις περιπέτειες που έχουν επίκεντρό τους το υπογάστριο ενός ζάπλουτου θορυβοποιού, μιας κούκλας της οθόνης που περιφέρει τα διεγερτικά της θέλγητρα στις πέντε ηπείρους, ενός μαλλιαρού πιθηκανθρώπου οπλισμένου με μια κιθάρα ικανή να ξυπνάει σε μιαν αργόσχολη νεολαία το σύγχρονο αμόκ. Αγωνιζόμαστε να πείσουμε την παγκόσμια τάξη πως είμαστε στο σκοτάδι. Αλλά η παγκόσμια τάξη φαίνεται να το ξέρει πριν από μας.
Το θέλησε έτσι; Αλλά τότε τι νόημα έχει η έπαρση του μεγαλείου μας, η αξίωσή μας για ηθική ανεξαρτησία; 

ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΡΘΡΟ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΤΕΡΖΑΚΗ «Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΟΥ ΣΤΟΧΑΣΜΟΥ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ», Β΄ ΕΚΔΟΣΗ, 1991.

ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ
O Άγγελος Τερζάκης ήταν Έλληνας λογοτέχνης της γενιάς του ’30 και δοκιμιογράφος. Έγραψε διηγήματα, μυθιστορήματα και θεατρικά έργα.

Γέννηση: 16 Φεβρουαρίου 1907, Ναύπλιο
Απεβίωσε: 3 Αυγούστου 1979, Αθήνα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου