Η ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ Η ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ, ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΣΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΟΥ ΠΑΡΑΠΕΜΠΟΥΜΕ * ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ "ΣΛΑ ΜΑΧΑΛΑ"

15 Ιαν 2020

Το αξίωμα του μέσα και του έξω



Ήταν ένας άνθρωπος που τον έλεγαν Φρειδερίκο. Ήταν ένας σοφός στοχαστής και γνώριζε πολλά. Για το μυαλό του, όμως, υπήρχαν γνώσεις και «γνώσεις», σκέψεις και «σκέψεις». Αγαπούσε έναν ιδιαίτερο τρόπο σκέψης αλλά καταφρονούσε και απεχθανόταν τους άλλους. Ό,τι όλο κι όλο αγαπούσε κι εκτιμούσε ήταν η λογική, η έξοχη εκείνη μέθοδος, και καθετί που το ονόμαζε «επιστήμη».
«Δύο και δύο κάνουν τέσσερα», συνήθιζε να λέει. «Σ’ αυτό πιστεύω εγώ και σ’ αυτή την αλήθεια πρέπει να βασίζεται όλη η ανθρώπινη σκέψη»...

Δεν του ήταν άγνωστο το ότι υπάρχουν κι άλλα είδη σκέψης και γνώσης, αλλά αυτά δεν ήταν «επιστήμη» και τα είχε σε χαμηλή εκτίμηση. Αν και ελεύθερα σκεπτόμενος, δεν ήταν μισαλλόδοξος απέναντι στις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Ο λόγος γι’ αυτό ήταν μια σιωπηρή συμφωνία μεταξύ επιστημόνων. Για μερικούς αιώνες, η επιστήμη τους είχε ενδιαφερθεί για καθετί σχεδόν πάνω στη γη άξιο να το γνωρίσει, με μια μόνο εξαίρεση, την ανθρώπινη ψυχή. Με την πάροδο του χρόνου, είχε γίνει κάτι συνηθισμένο μεταξύ των επιστημόνων ν’ αφήνουν αυτό ειδικά το θέμα στη δικαιοδοσία της θρησκείας και ν’ ανέχονται τις απόψεις της περί ψυχής, χωρίς πάντως να τις παίρνουν στα σοβαρά. Ωστόσο, ο Φρειδερίκος, παρά την επιείκειά του απέναντι στη θρησκεία, απεχθανόταν καθετί που το θεωρούσε σαν δεισιδαιμονία. Τέτοια πράγματα ταίριαζαν θαυμάσια για καθυστερημένους αγράμματους ανθρώπους και κανείς δεν αρνιόταν την ύπαρξη της μυστικιστικής, μαγικής σκέψης στη μακρινή αρχαιότητα – μα τώρα που έκαναν την εμφάνισή τους η επιστήμη και η λογική, δεν υπήρχε λόγος να επικρατούν τέτοιες αμφίβολες, ξεπερασμένες αντιλήψεις.
Έτσι έλεγε κι αυτά πίστευε, κι όταν διέκρινε ίχνη προκατάληψης και δεισιδαιμονίας σ’ αυτούς που τον περιέβαλλαν, θύμωνε και αισθανόταν σάμπως να τον άγγιζε κάποιο εχθρικό χέρι.
Εκείνο που περισσότερο τον εξαγρίωνε ήταν να βρίσκει τέτοια κατάλοιπα δεισιδαιμονίας σε ανθρώπους της δικής του τάξης, ανθρώπους μορφωμένους και εξοικειωμένους με τους κανόνες της επιστημονικής σκέψης. Και τίποτε γι’ αυτόν δεν ήταν πιο επώδυνο και ανυπόφορο από τη βλάσφημη ιδέα που πρόσφατα είχε ακούσει να εκτίθεται και να συζητιέται ακόμη και μεταξύ ατόμων υψηλής καλλιέργειας, την παρανοϊκή ιδέα πως η επιστημονική σκέψη μπορούσε ίσως να μην είναι ανώτερη, άχρονη, αιώνια, προδιαγεγραμμένη και αρραγής, αλλά ένας μόνο από τους πολλούς τρόπους σκέψης, πεπερασμένη και καθόλου απρόσβλητη απ’ την αλλαγή ή τον αφανισμό. Τούτη η ανυπόληπτη, καταστροφική, δηλητηριώδης ιδέα ήταν κάτι που πλανιόταν στην ατμόσφαιρα. Δεν το αρνιόταν μήτε κι αυτός ο ίδιος ο Φρειδερίκος. Προϊόν των συμφορών που ’χαν φέρει στον κόσμο ο πόλεμος, η επανάσταση και η πείνα, η ιδέα τούτη αναπηδούσε εδώ κι εκεί σαν προειδοποίηση, ένα δυσοίωνο αξίωμα γραμμένο με άσπρο χέρι πάνω σ’ ένα άσπρο τοίχο.
Όσο περισσότερο ο Φρειδερίκος υπέφερε απ’ τη σκέψη πως υπάρχει αυτή η ιδέα κι από τη δύναμή της να τον ταράζει τόσο βαθιά, τόσο πιο παθιασμένα τη μισούσε, καθώς και όλους εκείνους που υποψιαζόταν πως την υποστήριζαν μυστικά. Έτσι, κι ας ήταν μόνο ελάχιστοι, υπήρχαν μερικοί απ’ τους καλώς εννοούμενους μορφωμένους που διακήρυτταν ανοιχτά το δόγμα τούτο, που, αν εξαπλωνόταν κι αποκτούσε δύναμη, φαινόταν προορισμένο να καταστρέψει τη βασιλεία της νόησης πάνω στη γη και να οδηγήσει στο χάος. Τα πράγματα, όμως, δεν είχαν φτάσει ακόμα σ’ ένα τέτοιο σημείο και οι κηρυγμένοι οπαδοί της ιδέας ήταν ακόμα τόσο λίγοι που θα μπορούσε κανείς να τους μετρήσει στα δάχτυλα και να τους κατατάξει στους απλώς ιδιότροπους και εκκεντρικούς. Ωστόσο, εδώ κι εκεί, ήταν ευδιάκριτη μια σταγόνα από το δηλητήριο, ένα παρακλάδι της ιδέας. Διέκρινε παντού κανείς, σε όλες τις πλευρές, τη δεισιδαιμονία, το μυστικισμό, τον πνευματισμό και άλλες τερατώδεις επιρροές. Όλα τούτα, φυσικά, έπρεπε να έχουν καταπολεμηθεί, αλλά για την ώρα, η επιστήμη, σάμπως θαρρείς από μια αίσθηση κρυφής αδυναμίας, τα προσπερνούσε σιωπηρά.
Μια μέρα, ο Φρειδερίκος πήγε στο σπίτι ενός φίλου που ’χε μαζί του συνδεθεί σε διάφορες μελέτες. Είχε να τον δει αρκετό καιρό. Καθώς ανέβαινε τη σκάλα, προσπάθησε να θυμηθεί πότε και που τον είχε δει για τελευταία φορά. Μα όσο και να καυχιόταν για τη μνήμη του, δεν μπόρεσε να θυμηθεί. Αυτό τον ενοχλούσε και του ’φερε κακοκεφιά, και του χρειάστηκε κάποια προσπάθεια ν’ αυτοσυγκεντρωθεί όταν έφτασε στην πόρτα του φίλου του.
Μόλις χαιρέτησε τον Έρβιν, το φίλο του, του έκανε εντύπωση το συγκαταβατικό χαμόγελο στο φιλικό του πρόσωπο. Του φάνηκε πως δεν το ’χε προσέξει ποτέ εκείνο το χαμόγελο που, παρ’ όλη τη φιλικότητά του, έμοιαζε κάπως κοροϊδευτικό, ή εχθρικό, και τη στιγμή που το είδε, του ξανάρθε η ανάμνηση που μάταια προσπαθούσε να θυμηθεί, η ανάμνηση της τελευταίας του συνάντησης με τον Έρβιν. Τώρα θυμήθηκε πως είχανε χωρίσει δίχως να καβγαδίσουν αλλά με μια αίσθηση ενδόμυχης δυσαρμονίας, επειδή ο Έρβιν, έτσι του ’χε φανεί, δεν είχε υποστηρίξει με αρκετή τόλμη τις επιθέσεις του στις προκαταλήψεις και τη δεισιδαιμονία.
Παράξενο! Πως ήταν δυνατό να το ’χε ξεχάσει; Ξάφνου κατάλαβε πως αν είχε να δει τόσο καιρό το φίλο του, ήταν μόνο και μόνο απ’ τη μνησικακία που του είχε δημιουργήσει εκείνη η στιγμή, κι ακόμα κάτι του ’λεγε πως αυτό το ’ξερε όλο αυτό το διάστημα, αν κι έβρισκε μόνος του χίλιες δύο άλλες δικαιολογίες για ν’ αναβάλλει την επίσκεψή του.
Τώρα στέκονταν ο ένας αντίκρυ στον άλλο κι ο Φρειδερίκος είχε την εντύπωση ότι, στο μεταξύ, το χάσμα ανάμεσά τους είχε μεγαλώσει ανησυχητικά. Ένιωθε ενστικτωδώς πως εκείνη τη στιγμή κάτι έλειπε ανάμεσα σ’ αυτόν και στον Έρβιν, κάτι που ήταν πάντα παρόν, μια αίσθηση συνοχής, άμεσης κατανόησης, θα μπορούσε κανείς να την ονομάσει στοργή. Στη θέση της υπήρχε ένα κενό, ένα χάσμα, μια αποξένωση. Χαιρετήθηκαν, μίλησαν για τον καιρό, για φίλους, για την υγεία τους – κι ο Θεός ξέρει γιατί, σε κάθε κουβέντα ο Φρειδερίκος είχε την καταθλιπτική αίσθηση πως δεν καταλάβαινε απόλυτα το φίλο του, πως ο Έρβιν δεν τον ήξερε στην πραγματικότητα, πως δεν έφταναν ο ένας τον άλλον με τα λόγια τους και δεν μπορούσαν να βρουν το κατάλληλο έδαφος για μια πραγματική συνομιλία. Και υπήρχε πάντα στο πρόσωπο του Έρβιν εκείνο το φιλικό μειδίαμα, που ο Φρειδερίκος άρχισε σχεδόν να μισεί.
Σε μια παύση της αδέξιας κουβέντας, ο Φρειδερίκος έριξε τη ματιά του ολόγυρα στο γνωστό γραφείο και είδε ένα κομμάτι χαρτί χαλαρά καρφιτσωμένο στον τοίχο. Η θέα του χαρτιού τον συγκίνησε παράξενα και ξύπνησε μέσα του παλιές αναμνήσεις, γιατί θυμήθηκε πως πριν από πολύ καιρό, στα φοιτητικά του χρόνια, είχε αποκτήσει τη συνήθεια μαζί με τον Έρβιν να θυμίζει στον εαυτό του μ’ αυτό τον τρόπο μια φράση από κάποιο φιλόσοφο ή ποιητή. Σηκώθηκε και πλησίασε στον τοίχο για να διαβάσει τι ήταν γραμμένο στο χαρτί.
Ο Έρβιν, με το λεπτό του χέρι, είχε γράψει ευανάγνωστα: «Τίποτε δεν υπάρχει εξωτερικό, τίποτε δεν υπάρχει εσωτερικό, γιατί αυτό που είναι εξωτερικό είναι εσωτερικό».
Ο Φρειδερίκος έγινε κάτωχρος και στάθηκε εκεί ασάλευτος για μια στιγμή. Αυτό ήταν, λοιπόν! Αυτό ακριβώς που φοβόταν. Σε κάποια άλλη στιγμή, δεν θα του έκανε εντύπωση. Θα το ’χε περάσει ξώφαλτσα, σαν ένα ανώδυνο και απόλυτα επιτρεπτό αστείο, ίσως σαν ένα μικρό δείγμα συναισθηματισμού που θα ’πρεπε να αντιμετωπίσει με μακροθυμία. Μα τώρα ήταν διαφορετικά. Ένιωθε πως τα λόγια τούτα δεν είχαν γραφτεί σε μια παροδική ποιητική διάθεση κι ούτε ήταν απλή ιδιοτροπία αυτό που είχε οδηγήσει τον Έρβιν να ξαναγυρίσει σε μια συνήθεια των νεανικών του χρόνων. Τα λόγια τούτα ήταν μια ομολογία των νέων αντιλήψεων του φίλου του: μυστικισμός! Ο Έρβιν ήταν αποστάτης.
Αργά αργά, στράφηκε προς αυτόν. Είδε και πάλι το φωτοβόλο εκείνο χαμόγελο.
«Εξήγησέ μου αυτό», του είπε.
Ο Έρβιν, γεμάτος φιλική διάθεση, κούνησε το κεφάλι του.
«Δεν έχεις διαβάσει ποτέ αυτό το ρητό;»
«Ναι, βέβαια αναφώνησε ο Φρειδερίκος». «Και βέβαια το ξέρω! Πρόκειται για μυστικισμό, αγνωστικισμό. Ποιητικό ίσως, αλλά … Σε παρακαλώ, εξήγησέ μου τώρα και πες μου γιατί κρέμεται στον τοίχο του γραφείου σου».
«Ευχαρίστως», είπε ο Έρβιν. «Πρόκειται για μια αρχική εισαγωγή σε μια γνωστική θεωρία για την οποία ενδιαφέρομαι αυτή τη στιγμή και στην οποία χρωστώ ένα μεγάλο μέρος της ευτυχίας μου».
Ο Φρειδερίκος συγκράτησε την ταραχή του και ρώτησε: «Μια νέα γνωστική θεωρία; Υπάρχει τέτοιο πράγμα; Πως ονομάζεται;»
«Α», έκανε ο Έρβιν, «μόνο για μένα είναι νέα. Πρόκειται για παλιά και σεβαστή θεωρία. Ονομάζεται μαγεία».
Η λέξη είχε εκστομιστεί. Γεμάτος κατάπληξη από μια τόσο ανοιχτή ομολογία, ο Φρειδερίκος ένιωθε πως αντίκριζε κατάφατσα τον αρχιεχθρό στο πρόσωπο του φίλου του. Σώπαινε. Δεν ήξερε αν ήταν έτοιμος να ξεσπάσει από οργή ή να βάλει τα κλάματα. Είχε την πικρή αίσθηση μιας ανεπανόρθωτης απώλειας. Σώπαινε για κάμποση ώρα. Έπειτα, σ’ ένα τόνο προσποιητής χλεύης, είπε: «Ώστε, λοιπόν, τώρα θα επιδοθείς στη μαγεία;»
«Ναι», είπε ο Έρβιν χωρίς δισταγμό.
«Κάτι σαν μαθητευόμενος μάγος, ας πούμε;»
«Ακριβώς».
Ο Φρειδερίκος σώπασε και πάλι. Ήταν τόσο μεγάλη η σιγή που μπορούσε να ακουστεί το τικ τακ κάποιου ρολογιού απ’ το διπλανό δωμάτιο.
Έπειτα είπε: «Αντιλαμβάνεσαι, υποθέτω, πως σπάζεις τους δεσμούς με τη σοβαρή επιστήμη – και μ’ εμένα κατά συνέπεια;»
«Ελπίζω όχι», αποκρίθηκε ο Έρβιν. «Αν πρέπει, όμως, να γίνει έτσι … τι άλλο μπορώ να κάνω;»
Ο Φρειδερίκος ξέσπασε. «Τι άλλο μπορείς να κάνεις;» κραύγασε. «Να παρατήσεις αυτές τις ανοησίες, αυτά τα ζοφερά, εξευτελιστικά τεχνάσματα, να τα παρατήσεις μια για πάντα. Να τι μπορείς να κάνεις, αν θέλεις να διατηρήσεις την εκτίμησή μου».
Ο Έρβιν, χαμογέλασε για λίγο, μα φαίνεται πως η αταραξία του τον είχε εγκαταλείψει.
«Μιλάς», είπε τόσο χαμηλόφωνα που η οργισμένη φωνή του Φρειδερίκου φαινόταν ν’ αντηχεί ακόμα μες στο δωμάτιο, «μιλάς σάμπως αυτό είναι θέμα βούλησης, σάμπως να είχα την εκλογή. Όχι, Φρειδερίκο, δεν είν’ έτσι. Δε διάλεξα εγώ τη μαγεία. Η μαγεία με διάλεξε».
Ο Φρειδερίκος άφησε ένα βαθύ αναστεναγμό. «Τότε, αντίο», είπε με πόνο και σηκώθηκε δίχως ν’ απλώσει το χέρι του.
«Μη!» ξεφώνισε ο Έρβιν. «Δεν πρέπει να φύγεις έτσι. Ας υποθέσουμε πως ήταν να πεθάνει ο ένας από μας – κι έτσι ακριβώς είναι! – και πως έπρεπε ν’ αποχαιρετήσουμε ο ένας τον άλλο».
«Ποιος, όμως, από μας πεθαίνει, Έρβιν;»
«Φίλε μου, σήμερα το δίχως άλλο είμαι εγώ. Ένας άνθρωπος που γυρεύει να αναγεννηθεί, πρέπει να ’ναι έτοιμος να πεθάνει».
Ο Φρειδερίκος πλησίασε και πάλι τον τοίχο και διάβασε το ρητό. «Πολύ ωραία», είπε στο τέλος. «Έχεις δίκιο. Δε θα μας ωφελήσει να χωρίσουμε θυμωμένοι. Θα κάνω όπως λες και θα υποθέσω πως ένας από μας πεθαίνει. Θα μπορούσα να είμαι εγώ. Πριν φύγω όμως και σ’ αφήσω, θέλω να σου ζητήσω μια τελευταία χάρη.»
«Χαίρομαι γι’ αυτό», είπε ο Έρβιν. «Πες μου τι μπορώ να κάνω για σένα;»
«Θα ’θελα απλώς να επαναλάβω την πρώτη μου ερώτηση, να ποια είν’ η χάρη που σου ζητώ: εξήγησέ μου τούτα τα λόγια όσο καλύτερα μπορείς».
Ο Έρβιν σκέφτηκε για μια στιγμή. Κι έπειτα μίλησε:
«Τίποτε δεν είναι εξωτερικό, τίποτε δεν είναι εσωτερικό. Το θρησκευτικό νόημα είναι πασίγνωστο: ο Θεός είναι παντού. Είναι στο πνεύμα μα είναι και στη φύση. Όλα τα πράγματα έχουν θεία υπόσταση, επειδή ο Θεός είναι το Παν. Αυτό συνήθως το ονομάζουμε πανθεϊσμό. Και το φιλοσοφικό νόημα: η διάκριση ανάμεσα στο μέσα και στο έξω είναι συνηθισμένη στον τρόπο που σκεφτόμαστε, μα όχι αναγκαία. Το πνεύμα μας έχει την ικανότητα να ξεπερνά τη διαχωριστική γραμμή που του έχουμε ορίσει. Πέρα απ’ τα ζεύγη των αντιθέτων απ’ τα οποία αποτελείται ο κόσμος, αρχίζουν άλλες, νέες διοράσεις. Αχ, αγαπητέ μου φίλε, οφείλω να ομολογήσω ότι αφ’ ης στιγμής άλλαξε ο τρόπος που σκέφτομαι, καμιά λέξη, καμιά ρήση δεν έχει για μένα μια μονάχα σημασία. Κάθε λέξη έχει δέκα, είκοσι, εκατό σημασίας. Κι αποδώ ακριβώς αρχίζει ό,τι φοβάσαι τόσο πολύ: η μαγεία».
Ο Φρειδερίκος κατσούφιασε κι έκανε να τον διακόψει, αλλά ο Έρβιν τον κοίταξε καθησυχαστικά και συνέχισε με δυνατότερη φωνή: «Άφησε να σου δώσω ένα παράδειγμα και μην το ξεχάσεις. Πάρε κάτι από μένα, οτιδήποτε, κοίταζέ το πότε πότε, και σε λίγο το αξίωμα του μέσα και του έξω θα σου αποκαλύψει μια απ’ τις πολλές του σημασίες».  
Κοίταξε γύρω του, πήρε μια πήλινη φιγούρα με στιλπνή επιφάνεια από ένα ράφι του τοίχου και την έδωσε στον Φρειδερίκο.
«Πάρε αυτό σαν αποχαιρετιστήριο δώρο μου», είπε. «Όταν αυτό το αντικείμενο που σου βάζω στα χέρια πάψει να είναι έξω από σένα και μπει μέσα σε σένα, έλα πάλι σε μένα. Αν, όμως, παραμείνει για πάντα έξω από σένα, όπως είναι αυτή τη στιγμή, τότε ας μείνει παντοτινός και ο χωρισμός μας».
Ο Φρειδερίκος θα ’χε πολλά να πει ακόμα αλλά ο Έρβιν του έσφιξε το χέρι και τον σαν αποχαιρέτισε μ’ ένα τόνο φωνής που δεν επιδεχόταν κουβέντα παραπάνω.
Ο Φρειδερίκος τον άφησε και κατέβηκε τα σκαλιά (πόσο ασύλληπτα πιο πολλά του φάνηκαν απ’ τη στιγμή που τα ανέβηκε!), διέσχισε τους δρόμους κι έφτασε στο σπίτι του με τη μικροσκοπική πήλινη φιγούρα στο χέρι, νιώθοντας μπερδεμένος και πέρα για πέρα δυστυχής. Έξω απ’ το σπίτι του σταμάτησε, έσφιξε οργισμένα τη γροθιά του για μια στιγμή κι ένιωσε έντονη επιθυμία να πετάξει καταγής το γελοίο πραγματάκι. Δεν το ’κανε. Δάγκωσε τα χείλη του και μπήκε μέσα. Ποτέ δεν είχε ταραχτεί τόσο πολύ, ποτέ δεν είχε νιώσει να τον τυραννούν τόσο αντικρουόμενα αισθήματα.
Έψαξε ολόγυρα να βρει μια θέση για ν’ ακουμπήσει το δώρο του φίλου του και τελικά διάλεξε το πάνω ράφι μιας βιβλιοθήκης. Κι εκεί το άφησε για την ώρα.
Καθώς οι μέρες περνούσαν, το κοίταζε κάθε λίγο και λιγάκι κι αναρωτιόταν πούθε ερχόταν. Αναρωτιόταν τι νόημα θα μπορούσε να ’χει γι’ αυτόν το παράλογο τούτο αντικείμενο. Ήταν η μικροσκοπική μορφή ενός ανθρώπου, θεού ή ειδώλου, με δυο πρόσωπα, σαν το ρωμαϊκό θεό Ιανό, κάπως αδέξια πλασμένη στον πηλό και σκεπασμένη μ’ ένα φλογάτο λούστρο που είχε ραγίσει σε κάμποσες μεριές. Το ασήμαντο πραγματάκι έμοιαζε κακότεχνο και τιποτένιο. Δεν ήταν σίγουρα έργο κάποιου Έλληνα ή Ρωμαίου γλύπτη. Πιθανότερο ν’ ανήκε σε κάποια καθυστερημένη φυλή της Αφρικής ή των Νότιων Θαλασσών. Και στα δύο πρόσωπα, που ήταν πανομοιότυπα, υπήρχε ένα ηλίθιο, οκνό χαμόγελο, μορφασμός θα μπορούσε να πει κανείς – ήταν σίγουρα αηδιαστικό το πώς σκορπούσε αφειδώλευτα το ανόητο εκείνο χαμόγελό του το μικρό διαβολάκι.
Ο Φρειδερίκος δεν μπορούσε να συνηθίσει την παρουσία του. Το αγαλματάκι τον απωθούσε, δεν έφευγε απ’ το δρόμο του, τον ενοχλούσε. Την άλλη κιόλας μέρα, το κατέβασε και το τοποθέτησε πάνω στη σόμπα και λίγες μέρες αργότερα το μετακίνησε στην κορυφή του ντουλαπιού. Κάθε τόσο το διαβολεμένο πράγμα έπιανε τη ματιά του σάμπως να ορμούσε μπροστά και του χαμογελούσε παγερά και ηλίθια, απαιτώντας να του δώσουν σημασία και προσοχή. Δυο τρεις βδομάδες αργότερα, το μετακίνησε πάλι και το ακούμπησε στο χολ, ανάμεσα στις φωτογραφίες απ’ την Ιταλία και τα περίεργα μικρο – σουβενίρ που κανείς δεν τα κοίταζε ποτέ. Τώρα, τουλάχιστον, αντίκριζε το είδωλο μόνο όταν έμπαινε ή όταν έβγαινε. Προσπερνούσε γρήγορα, χωρίς ποτέ να σταματά να το κοιτάξει προσεχτικότερα. Αλλά κι εδώ, παρόλο που δεν το παραδεχόταν, το πραγματάκι τον αναστάτωνε.
Κείνος ο σβόλος από πηλό, κείνο το διπρόσωπο τέρας, είχε κάνει μαρτύριο τη ζωή του.
Μια μέρα, μήνες αργότερα, γύριζε σπίτι από ένα σύντομο ταξίδι – κάτι σαν ανησυχία τον είχε καταβάλει· σε τέτοιες περιπτώσεις, έκανε πότε πότε τέτοια σύντομα ταξίδια. Άνοιξε την πόρτα, πέρασε μέσ’ από το διάδρομο, αντάλλαξε μερικά λόγια με την υπηρέτρια και διάβασε μερικά γράμματα που είχαν έρθει στο διάστημα που έλειπε. Ήταν, όμως, ανήσυχος και ταραγμένος, σάμπως να ’χε ξεχάσει κάτι σημαντικό. Κανένα απ’ τα βιβλία του δεν τον τραβούσε, σε καμιά πολυθρόνα δεν έβρισκε ησυχία. Βάλθηκε να εξετάζει τον εαυτό του προσπαθώντας να θυμηθεί: τι ήταν αυτό που είχε προκαλέσει την άξαφνη αλλαγή στη διάθεσή του; Μήπως παρέλειψε να κάνει κάτι σημαντικό; Μήπως κάτι του προκαλούσε εκνευρισμό; Μήπως είχε φάει κάτι που τον πείραξε; Συλλογιζόταν κι έψαχνε. Θυμήθηκε πως το δυσάρεστο αυτό συναίσθημα άρχισε να το νιώθει τη στιγμή που έμπαινε στο σπίτι, στο κατώφλι. Βγήκε στο διάδρομο και το πρώτο πράγμα που αναζήτησε, τελείως αθέλητα, ήταν το πήλινο αγαλματάκι.
Ένα παράξενο ρίγος τον διαπέρασε όταν δεν το ’δε εκεί. Το ειδώλιο είχε χαθεί. Να το ’χε σκάσει, τάχα, τρέχοντας πάνω στα μικροσκοπικά πήλινα ποδάρια του; Να το ’χε, τάχα, αρπάξει κάποιο μαγικό τέχνασμα και να το ’χε ξαναφέρει εκεί απόπου ήρθε;
Ο Φρειδερίκος ξαναβρήκε την ψυχραιμία του, χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του επιτιμητικά για τους φόβους του. Μετά έψαξε με προσοχή ολόκληρο το δωμάτιο. Μη βρίσκοντας το ειδώλιο, κάλεσε την υπηρέτρια. Εκείνη μπήκε, σκούπισε τα χέρια της και παραδέχτηκε αμέσως πως είχε ρίξει καταγής το πραγματάκι την ώρα που το ξεσκόνιζε.
«Που είναι;»
Δεν υπήρχε πια. Φαινόταν τόσο γερό! Το ’χε κρατήσει πολλές φορές στα χέρια της, μα είχε γίνει θρύψαλα και δε γινόταν να διορθωθεί. Είχε δείξει τα κομμάτια στον τζαμτζή κι αυτός την περιγέλασε. Μετά, τι να κάνει, πέταξε τα κομμάτια στα σκουπίδια.
Όταν έφυγε η υπηρέτρια, ο Φρειδερίκος χαμογέλασε. Δεν είχε δυσαρεστηθεί. Ο Θεός ξέρει τι ήταν αυτό που έχασε. Τώρα το τέρας είχε χαθεί κι αυτός θα ’βρισκε την ησυχία του. Μακάρι να το ’χε κάνει κομμάτια απ’ την πρώτη μέρα. Τι είχε τραβήξει όλο αυτό το διάστημα! Με τι παράξενο, δειλό, φθονερό διαβολικό τρόπο του χαμογελούσε κείνος ο δαίμονας! Λοιπόν, τώρα που ’χε χαθεί ο καλικάντζαρος, μπορούσε να το ομολογήσει στον εαυτό του: ναι, το ’χε φοβηθεί, τίμια και αληθινά είχε φοβηθεί κείνο τον πήλινο θεό! Αυτό δεν ήταν μήπως σημάδι και σύμβολο καθετί αηδιαστικού και ανυπόφορου για τον Φρειδερίκο, καθετί που πάντα θεωρούσε βλαβερό και φθονερό, καθετί που έπρεπε να καταπολεμηθεί, κάθε προκατάληψη και δεισιδαιμονία, καθετί σκοτεινό που παρεμπόδιζε την ελεύθερη λειτουργία του μυαλού; Δεν αντιπροσώπευε, τάχα, εκείνη την τρομερή υπόγεια δύναμη, που τους υπόκωφους τριγμούς της άκουγε μερικές φορές, το μακρινό εκείνο σεισμό που θα αφάνιζε τον πολιτισμό και θα οδηγούσε στο χάος; Η ποταπή τούτη μορφή δεν τον είχε απομακρύνει απ’ τον καλύτερό του φίλο – όχι, δεν τον είχε μονάχα απομακρύνει, τον είχε μεταβάλει σε εχθρό! Τώρα, λοιπόν, έφυγε ο δαίμονας. Χάθηκε. Γίνηκε θρύψαλα. Πάει! Κι αυτό ήταν υπέροχο, πολύ καλύτερο απ’ το να τον κομμάτιαζε μοναχός του.
Έτσι συλλογιζόταν, ή αυτά μονολογούσε, και συνέχισε τις ασχολίες του όπως συνήθως.
Μα ήταν σάμπως να τον βάραινε κάποια κατάρα. Τώρα που είχε συνηθίσει λίγο πολύ την παράλογη φιγούρα, τώρα που η θέα της στη συνηθισμένη της θέση στο τραπέζι του διαδρόμου τού είχε γίνει σιγά σιγά οικεία και σχεδόν αδιάφορη, τώρα η απουσία της άρχισε να τον τυραννά. Ναι, του έλειπε. Όποτε περνούσε απ’ το διάδρομο, δεν έβλεπε τίποτ’ άλλο απ’ τον κενό χώρο που είχε τοποθετηθεί, κι αυτός ο χώρος δημιούργησε μια αδειοσύνη που έκανε παγερό και ξένο ολόκληρο το δωμάτιο.
Άσχημες μέρες κι ακόμα πιο άσχημες νύχτες άρχισαν για τον Φρειδερίκο. Δεν μπορούσε πια να περάσει απ’ το διάδρομο δίχως να συλλογιστεί το διπρόσωπο ειδώλιο, δίχως να νιώσει πως του λείπει, δίχως μια αίσθηση πως οι σκέψεις του ήταν δεμένες μαζί του. Ήταν μαρτύριο να το συλλογιέται μα δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Και δεν ήταν μονάχα οι στιγμές του διαδρόμου που τον συντάραζαν. Ήταν κάτι πολύ πιο συνταρακτικό. Όπως ακριβώς μια αίσθηση κενού και ερημιάς πήγαζε απ’ τον άδειο χώρο στο τραπέζι του διαδρόμου, έτσι κι απ’ τα κατάβαθά του πήγαζε η ίδια τούτη αίσθηση, γεμίζοντας σιγά σιγά καθετί άλλο, διαβρώνοντας κάθε άλλη σκέψη κι αφήνοντας στην ψυχή του ένα παγερό κενό.
Πότε πότε, αναθυμόταν καθαρά το πήλινο είδωλο, όχι μόνο για ν’ αποδείξει στον εαυτό του πόσο παράλογο ήταν να λυπάται για το χαμό του. Το έβλεπε σε όλη την ηλίθια βάρβαρη ασχήμιά του, με το άδειο ή πανούργο χαμόγελό του και με τα δυο του πρόσωπα. Κάποιες φορές, μάλιστα, έπιανε τον εαυτό του να στραβώνει τα χείλη του παρακινημένος, θαρρείς, από κάποια εξωτερική δύναμη, σε μια προσπάθεια να μιμηθεί κείνο το μισητό χαμόγελο. Ένα ερώτημα τον καταδίωκε: τα δυο πρόσωπα να ήταν άραγε ταυτόσημα στην πραγματικότητα; Δεν έδινε, μήπως, μια κάπως διαφορετική έκφραση στο ένα απ’ αυτά κάποια ανεπαίσθητη διόγκωση ή ένα ράγισμα στο βερνίκι; Μια ερωτηματική ματιά; Κάτι σαν μυστήριο σφίγγας; Και πόσο παράξενο, ή τουλάχιστον περίεργο, ήταν το χρώμα του βερνικιού! Υπήρχανε σ’ αυτό πράσινες και γαλάζιες και γκρίζες αποχρώσεις, αλλά και κόκκινες! Κι άρχισε τώρα να βλέπει εκείνο το βερνίκι σε άλλα αντικείμενα, σ’ ένα τζάμι παραθύρου που γυαλίζει στον ήλιο, στη λάμψη ενός μουσκεμένου πεζοδρόμιου.
Συλλογίστηκε πάρα πολύ, μερόνυχτα, πάνω σ’ αυτή τη γυαλάδα. Glasur – τι παράξενη, αλλόκοτη, κακόζηλη λέξη που ήταν! Κομμάτιασε τη λέξη. Γεμάτος μίσος την κατακερμάτισε και μια φορά την αντέστρεψε. Τότε έγινε Rusalg. Ακόμη κι αυτή, ηχούσε απαγορευτικά στ’ αυτιά του. Rusalg – την ήξερε αυτή τη λέξη, πολύ καλά την ήξερε, μια εχθρική, δυσάρεστη λέξη με άσχημες συνηχήσεις που τον αναστάτωναν. Για κάμποσο καιρό βασάνιζε το μυαλό του να θυμηθεί. Τελικά, τα κατάφερε. Η λέξη Rusalg του θύμισε ένα βιβλίο που είχε αγοράσει και το ’χε διαβάσει ταξιδεύοντας πριν από χρόνια – Πριγκίπισσα Ρουσάλκα ήταν ο τίτλος του. Το βιβλίο τον είχε τρομοκρατήσει, τον είχε τυραννήσει κι ωστόσο μυστικά γοητεύσει. Υπήρχε σίγουρα κάποια κατάρα σ’ εκείνο τον πήλινο δαίμονα. Καθετί που ’χε σχέση μ’ αυτή τη μορφή – η γυαλάδα, το γαλάζιο, το πράσινο, το χαμόγελο – έκρυβε εχθρικούς υπαινιγμούς, το καθένα απ’ αυτά μια σκληρή φαρμακερή αγκίδα. Κι ο Έρβιν, ο πρώην φίλος του, πόσο παράξενα στ’ αλήθεια είχε χαμογελάσει όταν έβαζε στα χέρια του τον πήλινο θεό! Πόσο ήταν ασυνήθιστα παράξενο, πόση εχθρότητα και σημασία έκρυβε εκείνο το χαμόγελο!
Μέρες πολλές ο Φρειδερίκος πάλευε γενναία, κι όχι ολωσδιόλου χωρίς επιτυχία, να νικήσει τις σκέψεις που τον πολιορκούσαν. Είχε πλήρη επίγνωση του κινδύνου – δεν ήθελε να τρελαθεί. Όχι, καλύτερα να πέθαινε. Η λογική ήταν μια ανάγκη. Η ζωή δεν ήταν. Και σκέφτηκε πως ίσως αυτό ακριβώς να ήταν η μαγεία, πως ο Έρβιν ίσως του είχε κάνει μάγια μ’ εκείνο το πήλινο ειδώλιο, κι αυτά τα μάγια υπόμενε αυτή τη στιγμή – ένα θύμα του πολέμου για λογική και γνώση κι ενάντια στις σκοτεινές αυτές δυνάμεις. Αν, όμως ήταν πράγματι έτσι, αν μπορούσε να το θεωρήσει ακόμα κι ως πιθανότητα, τότε η μαγεία έπρεπε να ’ναι κάτι υπαρκτό. Όχι, καλύτερα να πέθαινε!
Ένας γιατρός τού σύστησε να κάνει περιπάτους και κρύα μπάνια. Κάποιες φορές, το βράδυ, γύρευε να ξεδώσει σε κανένα ταβερνείο. Μα όλα τούτα ήταν ανώφελα. Κι ο Φρειδερίκος καταριόταν τον Έρβιν. Καταριόταν τον εαυτό του.
Κάποια νύχτα ξύπνησε έντρομος, όπως γινόταν συχνά εκείνο τον καιρό, και δεν μπόρεσε να ξανακοιμηθεί. Ένιωθε καταπλακωμένος από ένα αίσθημα αγωνίας. Προσπαθούσε να σκεφτεί, να βρει κάποια παρηγοριά. Έψαχνε να βρει λόγια να πει στον εαυτό του, παρηγορητικά, καθησυχαστικά λόγια γεμάτα καταπραϋντική γαλήνη και σαφήνεια, λόγια όπως «Δύο και δύο κάνουν τέσσερα». Τίποτε δε γινόταν και σε κατάσταση ημιπαρανοϊκή άρχισε να μασά μπερδεμένους ήχους και συλλαβές. Σιγά σιγά, δίχως να συλλαμβάνει το νόημα, επαναλάβαινε μια σύντομη φράση που την έπαιρνε κατά κάποιο τρόπο από μέσα του. Την έλεγε πάλι και πάλι σάμπως να πάσχιζε να βρει ψηλαφητά το δρόμο του πίσω πάλι στο χαμένο του ύπνο, πάνω σ’ ένα στενό δρόμο που συνόρευε με την άβυσσο.
Ξάφνου, η φωνή του γίνηκε κάπως δυνατότερη και τα μασημένα λόγια διαπέρασαν τη συνείδησή του. Τα ήξερε τα λόγια αυτά: Να ’τα: «Τώρα βρίσκεσαι μέσα μου!». Κι εντελώς ξαφνικά έμαθε τι σήμαιναν, ήξερε πως αναφέρονταν στο πήλινο ειδώλιο κι ότι τώρα, στη γκριζωπή τούτη ώρα της νύχτας, είχε εκπληρώσει, ακριβώς κατά γράμμα, την προφητεία που είχε κάνει ο Έρβιν εκείνη τη φοβερή μέρα. Η πήλινη μορφή, που την είχε τότε κρατήσει περιφρονητικά στα δάχτυλά του, δεν βρισκόταν πια έξω απ’ αυτόν αλλά μέσα του! «Γιατί ό,τι είναι εξωτερικό, είναι εσωτερικό».
Πηδώντας απ’ το κρεβάτι του, ένιωθε πάγο και φωτιά στις φλέβες του. Ο κόσμος στροβιλιζόταν, οι πλανήτες τον κοίταζαν παρανοϊκά. Άναψε τη λάμπα, έτρεξε και φόρεσε τα ρούχα του και βγήκε. Αδιαφορώντας για την ώρα, ένιωθε πως έπρεπε να συναντήσει τον Έρβιν. Υπήρχε φως στο παλιό γνώριμο παράθυρο του γραφείου του φίλου του, η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη, το καθετί φαινόταν να τον περιμένει. Μπήκε παραπατώντας στην κρεβατοκάμαρα και στηρίχτηκε με τα χέρια του στο τραπέζι. Ο φίλος του καθόταν στο απαλό φως της λάμπας χαμογελώντας συλλογισμένα.
Ο Έρβιν σηκώθηκε να τον υποδεχτεί. «Ήρθες! Χαίρομαι».
«Με περίμενες;» ψιθύρισε ο Φρειδερίκος.
«Όπως γνωρίζεις, σε περίμενα απ’ την ημέρα που έφυγες μαζί με το μικρό μου δώρο. Έγινε τάχα ό,τι σου είπα τότε;»
Με φωνή μόλις δυνατότερη από ψίθυρο, ο Φρειδερίκος είπε: «Έγινε. Η μορφή βρίσκεται μέσα μου. Δεν μπορώ πια να την υποφέρω».
«Μπορώ να σε βοηθήσω;» ρώτησε ο Έρβιν.
«Δεν ξέρω. Κάνε ό,τι νομίζεις καλύτερο. Μίλησέ μου πιο πολύ για τα μαγικά σου. Πες μου πως μπορώ να βγάλω από μέσα μου αυτή τη μορφή».
Ο Έρβιν άπλωσε το χέρι του στον ώμο του φίλου του. Τον οδήγησε σ’ ένα άνετο κάθισμα και τον έβαλε να καθίσει.
Έπειτα χαμογέλασε και είπε με ζεστή, σχεδόν μητρική φωνή: «Θα βγει από μέσα σου η μορφή. Έχε μου εμπιστοσύνη. Έμαθες να πιστεύεις. Τώρα μάθε να την αγαπάς. Βρίσκεται μέσα σου, ναι, μα εξακολουθεί να ’ναι νεκρή, εξακολουθεί να ’ναι για σένα ένα φάντασμα. Ξύπνησέ τη, μίλησέ της, ρώτα τη! Γιατί αυτή η μορφή είσαι εσύ! Πάψε να τη μισείς, πάψε να τη φοβάσαι και να τη βασανίζεις – αχ, πόσο έχεις βασανίσει το δύστυχο είδωλό σου, που δεν ήταν άλλος παρά μόνο ο εαυτός σου!»
«Αυτός είν’ ο δρόμος για τη μαγεία;» ρώτησε ο Φρειδερίκος. Κάθισε βαρύς στο κάθισμά του σάμπως να ’χε γεράσει. Η φωνή του ήταν απαλή.
Ο Έρβιν είπε: «Αυτός είν’ ο δρόμος. Κι ίσως να έκανες κιόλας το δυσκολότερο βήμα. Έμαθες από τη δική σου πείρα ότι το έξω μπορεί να γίνει μέσα. Ήσουν μακριά απ’ τα ζεύγη των αντιθέτων. Φαινόταν κόλαση για σένα: μάθε, φίλε μου, πως είναι ο παράδεισος! Γιατί παράδεισος είν’ αυτό που απλώνεται μπροστά σου. Μαγεία, βλέπεις, είναι το εξής: ν’ ανταλλάζεις το μέσα με το έξω, όχι κάτω από καταπίεση, όχι παθητικά όπως έκανες εσύ, αλλά ελεύθερα με τη δική σου βούληση. Συγκέντρωσε το παρελθόν, συγκέντρωσε το μέλλον: και τα δύο είναι μέσα σου! Ως αυτή τη στιγμή, υπήρξες σκλάβος αυτού που υπάρχει εντός σου. Μάθε να το κυριαρχείς. Αυτό είν’ η μαγεία».            

ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΡΘΡΟ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ «ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
Ο ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ  ήταν Γερμανός λογοτέχνης. Ο Έσσε γεννήθηκε στο Καλβ της Βυρτεμβέργης στη Γερμανία το 1877. Ξεκίνησε να εργάζεται ως βιβλιοπώλης και, παράλληλα, συνέγραφε. Έγινε γρήγορα γνωστός με τα ποιήματα και τα μυθιστορήματά του. Το 1904 δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα, Πήτερ Κάμεντσιντ.
Γέννηση: 2 Ιουλίου 1877, Calw, Γερμανία
Σύζυγος: Νινόν Έσσης (νύμφ. 1931–1962), Ρουθ Βενγκέρ (νύμφ. 1924–1927), Μαρία Μπερνούλι (νύμφ. 1904–1923)

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΑΡΘΡΟΥ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΕΦ. ΤΣΕΚΟΥΡΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου