Ανέβηκε
κάποτε στο Σινά ένας μοναχός από μακρινή σκήτη και φιλοξενήθηκε στο ησυχαστήριο
του Αββά Σιλουανού. Βλέποντας τους υποτακτικούς του να εργάζωνται εντατικά,
είπε στον Γέροντα κάπως υπεροπτικά:
- Μη εργάζεσθε την απολλυμένην βρώσιν.
«Μαρία γαρ την αγαθήν μερίδα εξελέξατο» Λουκάς 10:42.
- Ο Αββάς Σιλουανός δεν του έδωσε
απόκρισι. Πρόσταξε τον μαθητή του Ζαχαρία να οδηγήση τον ξένο σ’ ένα αδειανό
κελλί και να του δώση ένα βιβλίο να διαβάση...
Διάβασε
αρκετά, κλεισμένος στο κελλί ο μοναχός, ώσπου κουράστηκε. Άρχισε να βαριέται
και να πεινά. Όταν έφτασε η ενάτη, έβλεπε με λαχτάρα την πόρτα, μήπως φανή
κανένας να τον προσκαλέση για φαγητό. Μα, σαν είδε πως δεν ερχόταν, αποφάσισε
να πάη μόνος να εξετάση. Βρήκε τον Γέροντα στον κήπο να ποτίζη.
- Δεν έφαγαν σήμερα οι αδελφοί, Αββά;
τον ρώτησε, αφήνοντας κατά μέρος την ντροπή, αφού τον βασάνιζε η πείνα.
- Βεβαίως έφαγαν, αποκρίθηκε ο
Γέροντας.
- Και πως έγινε να λησμονήσετε να
φωνάξετε κι’ εμένα;
- Μα εσύ, τέκνον μου, είπε με απλότητα
ο Αββάς Σιλουανός, είσαι άνθρωπος πνευματικός και δεν έχεις ανάγκη από υλική
τροφή. Εμείς που έχομε σάρκα, χρειαζόμαστε τροφή και γι’ αυτό το λόγο
αναγκαζόμαστε ν’ ασχολούμεθα και με υλική εργασία. Εσύ που έχεις διαλέξει την
«αγαθή μερίδα», διάβαζες όλη μέρα και, χωρίς άλλο, είσαι τώρα χορτασμένος.
Ο μοναχός κατάλαβε
το σφάλμα του και ζήτησε συγχώρησι από τον Γέροντα.
- Μάθε, τέκνον μου, του είπε ο σοφός
Αββάς, πως κι’ η Μαρία είχε ανάγκη από τη Μάρθα και διά μέσου εκείνης
εγκωμιάστηκε αυτή.
***
Ο Αββάς
Ιωάννης ο Κολοβός, πολύ νέος στην ηλικία, ασκήτευε στην έρημο μαζί με το
μεγαλύτερο αδελφό του. Συνεπαρμένος κάποτε από υπερβολικό ζήλο για τα
πνευματικά, είπε στον αδελφό του:
- Θέλω να ζήσω αμέριμνα, σαν τους
Αγγέλους, που δεν ασχολούνται με τα υλικά, αλλά δοξολογούνε ακατάπαυστα τον
Ύψιστο. Άφησέ με να πάω βαθειά στην έρημο ν’ απολαύσω τέτοια ζωή.
- Κανένας δε σ’ εμποδίζει, του είπε
εκείνος. Είσαι ελεύθερος να ζήσης, όπως θέλεις.
Την άλλη
μέρα το πρωί έβγαλε το μανδύα που φορούσε ο Ιωάννης, για να είναι πιο
ελεύθερος, και ξεκίνησε για την εσωτέρα έρημο, χωρίς να πάρη τίποτε μαζί του.
Έλειψε μια
ολόκληρη βδομάδα κι’ ύστερα φάνηκε ένα πρωί μισοπεθαμένος από την πείνα και το
κρύο. Χτύπησε την πόρτα της καλύβας τους.
- Ποιος είναι; ρώτησε από μέσα ο
αδελφός του, που έκανε πως δεν τον είχε αντιληφθή.
- Ο Ιωάννης, αποκρίθηκε άτονα εκείνος.
- Αδύνατον, αποκρίθηκε ο άλλος από
μέσα. Ο Ιωάννης έγινε Άγγελος, δε ζη πια με τους ανθρώπους.
- Άνοιξε, αδελφέ μου, άρχισε τώρα να
παρακαλή, είμαι κουρασμένος και θέλω να ξαποστάσω.
Ο αδελφός
του όμως, θέλοντας να τον διορθώση, τον άφησε έξω ως το άλλο πρωί. Σαν
ξημέρωσε, τον έβαλε πια μέσα.
- Ώστε είσαι άνθρωπος ακόμη; τον ρώτησε
χαμογελώντας. Κάθησε λοιπόν να δουλέψης για να ζήσης, γιατί δεν είναι για σένα
τα υψηλά.
Ο Ιωάννης
ζήτησε ταπεινά συγγνώμη κι’ από τότε εργαζόταν με προθυμία το εργόχειρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου