Η ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ Η ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ, ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΣΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΟΥ ΠΑΡΑΠΕΜΠΟΥΜΕ * ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ "ΣΛΑ ΜΑΧΑΛΑ"

11 Μαρ 2018

Σλα Μαχαλάς: Βίος και Πολιτεία (μου)



Του Ταξιάρχη (Μάκη) Δημητρίου

Είπες: «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθή καλλίτερη από αυτή. [1]

Λένε ότι για κάθε άνθρωπο που γράφει έρχεται κάποτε η στιγμή που αυτοβιογραφείται, αναπολώντας σκηνές από το παρελθόν και ανάλογα με τη μυθοπλαστική δεξιότητα της φαντασίας του προβάλλει συνειδητά, αλλά περισσότερο ασυνείδητα με τη μορφή της έμπνευσης τόπους, πρόσωπα, καταστάσεις και περιστατικά. Αυτή η στιγμή ήρθε για μένα σήμερα σαν μια ευκαιρία να βάλω τον άνθρωπο μπροστά από τις λέξεις και να σας διηγηθώ για μια και μοναδική φορά το βίο και την πολιτεία μου εκτός Λαμίας...

Το 1973 είχα μόλις τελειώσει το Γυμνάσιο. Η Λαμία μου φαινόταν μικρή, μίζερη και πνιγηρή. Βίωνα ως τα μύχια της ψυχής μου τους στίχους «έγινε ο κόσμος μια σταλιά και πια δε με χωράει».
Την πρόθεσή μου να σπουδάσω – βλ. αποδράσω – οι γονείς μου την χαιρέτησαν με ενθουσιασμό. Στο νεανικό μυαλό μου τα μελλοντικά φοιτητικά μου χρόνια φάνταζαν ιδανικά, γεμάτα νέες συγκινήσεις και περιπέτειες, ενώ η συγκυρία της φοιτητικής εξέγερσης την ίδια χρονιά  προσέδωσε στη φοιτητική ιδιότητα και την αίγλη του επαναστάτη που «πίστευα» ότι πάντα έκρυβα μέσα μου .
Η μητέρα μου, κλασσική Ελληνίδα μάνα και βάλε, που φοβόταν όσα εγώ αδημονούσα να ζήσω – δυστυχώς με ήξερε σαν να με είχε γεννήσει που λένε – ύψωσε φωνή και ανάστημα απέναντι στον πατέρα μου και αξίωσε την μετακόμιση όλης της οικογένειας στην Αθήνα γιατί «που θα πάει μόνο του το παιδί;».
Όσο η οικογένεια μεθόδευε την μετεγκατάσταση μας στην Αθήνα εγώ έδινα εξετάσεις για πρώτη φορά, αλλά χωρίς επιτυχία. Πριν η πατρίς προλάβει να με καλέσει να την υπηρετήσω είχα γραφτεί σε μια τεχνική σχολή – για την αναβολή – και ταυτόχρονα έκανα και φροντιστήριο για να ξαναδώσω εξετάσεις.
Τέλος πάντων για να μη σας κουράσω με τις λεπτομέρειες βρεθήκαμε οικογενειακώς στην Αθήνα .
Στο διάστημα που ο πατέρας μου έψαχνε το πώς θα συνεχίσει τη ζωή του υπό τις νέες συνθήκες, εγώ έψαχνα την αμαρτωλή «παιδική χαρά» που αποτελούσε το μεγάλο φόβο της μάνας μου αλλά ματαίως. Καμιά σειρήνα δεν μου τραγούδησε για να με ξεμυαλίσει, κανείς δεν μου έριξε στάχτη στο ποτό για να με μεθύσει, κανένας δεν προσπάθησε να εκμεταλλευτεί την απειρία μου. Το μόνο που κατάφερα να ανακαλύψω ήταν οι κινηματογράφοι με τα «αυστηρώς ακατάλληλα» στη πλατεία Ομονοίας τους οποίους επισκέφτηκα λίγες φορές αλλά μετά τους βαρέθηκα και τους οίκους ανοχής στην ευρύτερη περιοχή που δεν τους τίμησα ποτέ με την παρουσία μου. 

Τελικά την επόμενη χρονιά πέρασα στο Πανεπιστήμιο (τότε ΑΣΟΕΕ και σήμερα Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών) κάνοντας περήφανη την οικογένειά μου – χαλάλι τα έξοδα και η ταλαιπωρία – είπανε και αφού είχα πράξει το καθήκον μου, ως φοιτητής πλέον, απολάμβανα περισσότερης μητρικής φροντίδας αλλά και γενναίας πατρικής οικονομικής επιδότησης.
Οι μεγαλύτερες ανησυχίες μου εκείνη την εποχή ήταν που, πότε και με ποιους θα πάω τις διακοπές που μου είχε υποσχεθεί ο πατέρας μου, ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος προσέγγισης των κοριτσιών, πόσο μου πηγαίνει το μακρύ μαλλί – καθόλου σας διαβεβαιώνω – και πόση είναι η sic καμπάνα για το παντελόνι μου.
Οι πρώτες μου διακοπές με τη συντροφιά τριών συμμαθητών από τη Λαμία ήταν το μεγάλο γεγονός του 1975. Ακολουθώντας τη μόδα της εποχής φορτωθήκαμε τα sleeping bags και ξεκινήσαμε από τις Σποράδες – Σκιάθο – για να καταλήξουμε στις Κυκλάδες – Μύκονο. Στη Σκιάθο μάθαμε ότι δεν πρέπει να κοιμόμαστε ακριβώς δίπλα στη θάλασσα γιατί υπάρχει η πιθανότητα να ξυπνήσουμε μέσα στο κύμα και στην Μύκονο ότι δεν είναι όλα για όλους. Η Μύκονος εκείνη την εποχή πριν την εισβολή των celebrities ήταν το πιο «άτακτο κορίτσι» της Ελλάδας και φυσικά διέθετε πλαζ γυμνιστών.  Τέσσερις εικοσάρηδες επαρχιώτες που παρακινούσαν ο ένας τον άλλον, ήταν αδύνατο να αντισταθούνε στον πειρασμό. Το κακό είναι ότι έπρεπε να γδυθούμε κι εμείς. Έρπην και προσπαθώντας να κρύψουμε ότι ήταν δυνατόν, λουφάξαμε πρηνηδόν στην άμμο. Για κολύμπι ούτε λόγος. Τελικά για να βγάλεις τα ρούχα σου και να νοιώθεις καλά προϋποθέτει να έχεις απομυθοποιήσει το γυμνό σώμα ως κάτι απολύτως φυσιολογικό. Το κακό ήταν ότι όσο εμείς χαζεύαμε τους γυμνιστές ο ήλιος έκαιγε ανελέητα την πλάτη μας και όχι μόνο. Γίναμε σαν την μαϊμούς τον ….. «άντε μη πω».  Αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που έκανα ηλιοθεραπεία στη ζωή μου.

Με τον καιρό σταμάτησα να μυρίζω επαρχία, προσαρμόστηκα στους ρυθμούς της πόλης άρχισα να βρίσκω παρέες και γενικά να φτιάχνω τον μικρόκοσμό μου. Απέκτησα και το πρώτο μου αυτοκίνητο, με την ευγενική μεσολάβηση της μητέρας μου που ήθελε να με βλέπει ευτυχισμένο και χαρούμενο, προς τον πατέρα μου που μάλλον δεν άντεχε την «κρεβατομουρμούρα». Άρχισα να απολαμβάνω την ζωή.
Από την άλλη οι σπουδές μου δεν με ευχαριστούσαν. Τελικά δεν ήθελα να γίνω ούτε Δημόσιος υπάλληλος, ούτε λογιστής. Η προοπτική της δουλειάς σε ένα γραφείο για τα επόμενα τριανταπέντε χρόνια της ζωής μου, με τρόμαζε. Όπως είναι φυσικό τις παραμέλησα εντελώς. Σε αντιστάθμισμα τελείωσα μετ’ επαίνων την τεχνική σχολή ψυκτικών και βρήκα την πρώτη μου δουλειά στον τομέα αυτό. Αν είχα λίγη καθοδήγηση και περισσότερο μυαλό θα συνέχιζα σε αυτόν το τομέα, που τα επόμενα χρόνια με την έκρηξη πωλήσεων των κλιματιστικών, θα μου είχε αποφέρει πάρα πολλά έσοδα. Μέσα από την εργασία απέκτησα  οικονομική  ανεξαρτησία και έκτοτε δούλευα ανελλιπώς εκτός από το διάστημα που πήγα στο στρατό.
Παρουσιάστηκα το 1980. Ανέλαβε τη φροντίδα μου η μητέρα πατρίδα και οι γονείς μου αφού είχε ήδη παντρευτεί η αδελφή μου επέστρεψαν στη Λαμία.
Τελικά έκανα δουλειά μου αυτό που με ευχαριστούσε περισσότερο. Την οδήγηση. Τόση ταλαιπωρία και έξοδα για να γίνω επαγγελματίας οδηγός; Δεν κάθισα να το βασανίσω και πολύ, όπως αβασάνιστα ξεπερνούσα και πολλά άλλα πράγματα στη ζωή μου. Στο τιμόνι ένοιωθα ελεύθερος, έκανα τη δουλειά μου χωρίς κανένας να με επιβλέπει. Και στο τιμόνι πέρασα αγόγγυστα όλο τον εργασιακό μου βίο.
Στο μεταξύ είχα αποκτήσει οικογένεια – ο περιβόητος προορισμός του ανθρώπου – με δύο υπέροχα παιδιά που από ειρωνεία της τύχης έγιναν και οι δύο λογιστές και λατρεύουν την εργασία στα γραφεία τους.
Με την ανεξαρτοποίησή τους ο γάμος μου  κατέληξε σε ένα βελούδινο διαζύγιο έχοντας ήδη ολοκληρώσει τον κύκλο του. Κατά την περίοδο της συνειδητοποίησης και της μεγάλης απόφασης για την οριστική διάλυσή του, άρχισα να βρίσκω τα Σαββατοκύριακα καταφύγιο στο πατρικό μου σπίτι στη Λαμία. Το παλιό μικρό σπιτάκι των παππούδων που απέκτησα με γονική παροχή στην ίδια αυλή με το πατρικό μου, όπου ζούσε μόνη της η μητέρα μου μετά το θάνατο του πατέρα μου, ήταν εκεί και με περίμενε υπομονετικά τόσα χρόνια. Ξεκίνησα να γιατρεύω τις πληγές που του άνοιξε ο χρόνος, η υγρασία, η αδιαφορία μου και η έλλειψη επαγγελματικής φροντίδας.
Ένα μπόνους που πήρα από τη δουλειά μου ήταν τα βαρέα ένσημα. Αυτά με βοήθησαν να βγω στη σύνταξη νωρίτερα από ότι υπολόγιζα σε μια «κρίση πανικού» για τις επερχόμενες αλλαγές στο συνταξιοδοτικό λόγω μνημονίου το 2012.
Και από τη μία μέρα στην άλλη βρέθηκα αργόσχολος στην Αθήνα. Με έσοδο την προσωρινή σύνταξη ποσού αντιστρόφως ανάλογου του διαθέσιμου χρόνου μου. Δεν ήμουν ποτέ ο τύπος του καφενείου. Είχα βέβαια κάποιους φίλους που και αυτοί είχαν τα δικά τους προβλήματα, αραιά και που βρισκόμασταν.
Και τότε επανήλθα στην αρχική μου εντύπωση και κρίση: Η Αθήνα είναι για τους νέους ελεύθερους και πλούσιους, προϋποθέσεις  που πρέπει να συνυπάρχουν για να περάσεις καλά.
Εγώ νέος δεν ήμουν, ούτε πλούσιος. Η Αθήνα δεν ήταν πια για εμένα αυτό έλεγε η κοινή λογική. Το σπιτάκι στη Λαμία είχε σχεδόν ανακαινιστεί και με περίμενε. Το μόνο που με συγκρατούσε αρχικά ήταν ότι ήθελα να είμαι κοντά στα παιδιά μου, όμως κατάλαβα – ευτυχώς εγκαίρως – ότι αυτό θα ήταν μια δέσμευση για εκείνα και τροχοπέδη στη διαδικασία της χειραφέτησης τους. Έπρεπε να τα αφήσω ελεύθερα, να μάθω να έχω υπομονή και να τα περιμένω να έρθουν εκείνα σε μένα – όπως έκανε και ο πατέρας μου – χωρίς παράπονα και μεμψιμοιρίες.
Φόρτωσα τα υπάρχοντά μου και ένα καλό φίλο που προσφέρθηκε να με βοηθήσει σε ένα  φορτηγό, το σκυλί  που είχα στο μεταξύ υιοθετήσει στο πίσω κάθισμα και τη νέα συνοδοιπόρο της ζωής μου στο διπλανό κάθισμα του αυτοκινήτου και μετά από μια επεισοδιακή διαδρομή  έφθασα στη Λαμία με την οδική βοήθεια, για να διαπιστώσω πως  το φορτηγό δεν χωρούσε στον παράδρομο για το σπίτι μου. Μεταφορτώσεις σε μικρό φορτηγάκι, κουβάλημα στα χέρια, απίστευτη ταλαιπωρία και κούραση. Τέλος καλό όλα καλά.
Το πρώτο διάστημα το «σπατάλησα» για να περπατήσω στους ξεχασμένους αλλά γνώριμους δρόμους, για να βρώ τα ίχνη των παλιών γνωστών και φίλων, για να αποκτήσω «στέκι» και να ανακτήσω επαφή.
Γρήγορα η  περίοδος της νοσταλγίας [2] – με την ουσιαστική έννοια του όρου  ως πόνου της επιστροφής – έδωσε τη θέση της στον αναπορισμό  [3], δηλαδή στην άντληση νέων δυνάμεων φυσικών και πνευματικών.
Η Λαμία δεν έγινε  για μένα τόπος εφησυχασμού και παραίτησης, αλλά  μιας δημιουργικής απόπειρας .
Τελικά αποδέχτηκα τον επαρχιώτη που πάντα έκρυβα μέσα μου. Τώρα ξέρω ότι και στην Αθήνα ουσιαστικά έζησα μια ζωή Λαμίας. 
Αισθάνομαι ελεύθερος και ότι έχω ανανεώσει το συμβόλαιο της ζωής μου.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.  Ξεκίνησα με τους στίχους του Κ. Καβάφη από το ποίημα «η πόλις» γιατί  πιστεύω ότι αποδίδει απόλυτα την ανάγκη του ανθρώπου να ξεφύγει από τον εαυτό του. Η πόλις είναι η νοοτροπία μας, οι επιλογές και τα λάθη μας.
2.  Ο όρος «νοσταλγία» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1678 από έναν νεαρό φοιτητή της ιατρικής, τον Johannes Hofer, και αποτελείται από τις λέξεις «νόστος» που σημαίνει επαναπατρισμός, και «άλγος» που σημαίνει πόνος. Ο ίδιος ωστόσο την θεωρεί βαθύτατα Ελληνική.
3.  Μετάφραση του νεολογισμού “te ressourser” που στην κυριολεξία σημαίνει εξεύρεση νέων πόρων, της Μπάρμπαρα Κασσέν, Εβραίο – Γαλλίδας φιλοσόφου και Ελληνίστριας.

ΈΡΕΥΝΑ – ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου