Η ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ Η ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ, ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΣΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΟΥ ΠΑΡΑΠΕΜΠΟΥΜΕ * ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ "ΣΛΑ ΜΑΧΑΛΑ"

17 Ιαν 2016

ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΓΩ


Ο Charles Williams, ένας Άγγλος συγγραφέας που μου αρέσει πολύ και που με δίδαξε πολλά πράγματα, σε ένα βιβλίο του με τίτλο All Hallows Eve, δίνει δύο εικόνες, που νομίζω ότι είναι πολύ διαφωτιστικές. Η ιστορία λαμβάνει χώρα στο Λονδίνο. Μια νεαρή γυναίκα έχει σκοτωθεί σε κάποιο ατύχημα … Είναι νεκρή, αλλά η ψυχή της παραμένει ακίνητη στον τόπο της γέφυρας, όπου την βρήκε ο θάνατος … Είναι νεκρή, αλλά η ψυχή της δεν έχει ακόμα προσηλωθεί στον αόρατο κόσμο, ούτε έχει απαγκιστρωθεί από τον ορατό, διότι δεν υπάρχει τίποτα στον αόρατο κόσμο που να της είναι οικείο και στο οποίο να μπορεί να προσκολληθεί...

Είναι ακόμα αγκιστρωμένη στον ορατό κόσμο διότι είναι ο μόνος που γνωρίζει. Κι ωστόσο, τη βλέπουμε να στέκεται εκεί, περιτριγυρισμένη από έναν κόσμο νεκρών μορφών. Βλέπει γύρω της τις όχθες του Τάμεση και πάνω τους τα σπίτια της πόλης. Κάπου – κάπου υπάρχουν νεκρά οικοδομικά τετράγωνα με μαύρα παράθυρα και κάποιες φορές αυτά τα παράθυρα είναι φωτισμένα … Όμως πέρα από αυτό δεν βλέπει τίποτα άλλο, επειδή στο κύλισμα ολόκληρης της ζωής της δεν είχε αγαπήσει τίποτα άλλο πέρα από τον εαυτό της.
Η σύνδεσή της με τα τριγύρω αντικείμενα δεν έχει γίνει στη βάση των αξιών της αιωνιότητας, των αξιών εκείνων που θα μπορούσαν να επιβιώσουν του σωματικού θανάτου – γι’ αυτό και δεν συνδέεται με τίποτα απ’ αυτά. Αντιλαμβάνεται τη γέφυρα, πάνω στην οποία πατούν τα πνευματικά της πόδια, και αντικρίζει ως πτωματικό αποτέλεσμα καθετί τριγύρω της: τίποτα δεν έχει ζωή, καθότι, στο μέτρο που την αφορά, τίποτα δεν συμμετέχει στη ζωή, είτε εντός της είτε εκτός της.
Σε κάποια στιγμή κάτι συμβαίνει: ο άντρας της περνά τη γέφυρα κι εκείνη τον βλέπει. Είναι το μόνο πρόσωπο που αγάπησε ποτέ – με μια αγάπη ασταθή, χωρίς μεγάλο βάθος, συχνά κτητική και εγωϊστική, αλλά παρόλα αυτά αποτέλεσε γι’ αυτήν μια πραγματικότητα στοργής και αγάπης έξω από τα όρια του εαυτού της. Από τη στιγμή που τον αντιλαμβάνεται, ένα ολόκληρο σύνολο σχέσεων ξυπνάει μέσα της: μέσα από την στοργή και την αγάπη που είχε για τον άντρας της, ξεκινά να επανακαλύπτει πράγματα, ανθρώπινα ονόματα, που έξαφνα αποκτούν σημασία στην αιωνιότητα, τόποι, καταστάσεις.
Δεν θα σας πω όλη την ιστορία. Αυτό που είναι σημαντικό να καταλάβουμε είναι ότι η διορατικότητα και η καθαρότητα της όρασης αυτής της ψυχής (της ψυχής που είχε αποκολληθεί από το σώμα και δεν μπορούσε πλέον να συνδεθεί ούτε με τα ορατά πράγματα μέσω του σώματος, ούτε με τα αόρατα μέσω κάποιου εσώτερου φωτός) αφυπνίστηκε μόνο κατά τη στιγμή που η αγάπη τη συνένωσε με κάτι ή με κάποιον.
Εδώ έχουμε ένα ξεκίνημα απελευθέρωσης από τον εαυτό: τη στιγμή που γινόμαστε ικανοί να αγαπάμε, ξεκινάμε να απαγκιστρωνόμαστε από αυτή τη φυλακή που μας κρατά δέσμιους με το πρόσωπό μας. Υπάρχει στην πραγματικότητα μια τέλεια ένωση μεταξύ του «αγαπάν» και του «θανείν». Να αγαπάς σημαίνει να απαγκιστρώνεσαι λίγο – λίγο από το αποκλειστικό ενδιαφέρον σου για τον εαυτό σου και να στρέφεις αυτό το ενδιαφέρον και αυτή την έγνοια προς κάποιον άλλο.
Όσο πιο βαθειά είναι αυτή η αγάπη και όσο περισσότερο εγκολπώνεται τα πάντα και απαγκιστρώνεται από τις πελώριες τάξεις της λαγνείας και του φόβου, τόσο περισσότερο απελευθερώνεται από εκείνη τη διάσταση που ο C.S. Lewis περιγράφει τόσο καλά, ως μια διαβολική αγάπη, που επιθυμεί να αφανίσει και να αφομοιώσει το αγαπημένο πρόσωπο, καθιστώντας το δέσμιό της. Τελικά, όσο συμβαίνει αυτό και όσο ο εγωιστικός εαυτός απελευθερώνεται, τόσο περισσότερο ελεύθεροι γινόμαστε.
Από την άποψη του υποκειμένου, η τέλεια αγάπη συνορεύει με το θάνατο, δηλαδή με την εξαφάνιση της αυτοεπιβεβαίωσης μας, της κατάφασης του εαυτού μας ως αντιδιαστολής και αντίθεσης από τον πλησίον, με όρους επιθετικότητας και απόρριψης.
Και η γυναίκα του μυθιστορήματος του Charles Williams κάνει την πρώτη της ανακάλυψη: μόνο στο μέτρο που γινόμαστε ικανοί να αγαπάμε, γινόμαστε ικανοί και να βλέπουμε, να αντιλαμβανόμαστε. Να βλέπουμε και να αντιλαμβανόμαστε, είτε αυτό είναι ο Θεός και ο κόσμος γύρω μας, είτε ο μεμονωμένος πλησίον μας και κάποιες περισσότερο ή λιγότερο σύνθετες καταστάσεις που περιλαμβάνουν τον πλησίον μας – όλα αυτά είναι εφικτά μόνο στο μέτρο που τα αγαπάμε και αποδεχόμαστε να πεθάνουμε, προκειμένου να δούμε, να ζήσουμε και να συμμετέχουμε.            

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ANTONY BLOOM «ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΑΙ ΑΓΙΟΤΗΤΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΕΝ ΠΛΩ», 2011

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΑΡΘΡΟΥ: ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΑΡΑΣΑΝΤΕΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου