Η ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ Η ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ, ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΣΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΟΥ ΠΑΡΑΠΕΜΠΟΥΜΕ * ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ "ΣΛΑ ΜΑΧΑΛΑ"

18 Νοε 2015

ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ


Πρόκειται για ένα σημαντικό απόσπασμα του Ευαγγελίου, το οποίο βρέθηκε το 1886 από τη Γαλλική Αρχαιολογική Αποστολή στον τάφο ενός μοναχού στα ερείπια ενός μοναστηριού, της κοιλάδας του Άνω Νείλου. Στην περιοχή αυτή βρίσκεται η μυστηριώδης πόλη Ακχμίμ, η αρχαία Πανόπολις, που ήταν πρωτεύουσα της ευρύτερης περιοχής.
Η ύπαρξη ενός τέτοιου Ευαγγελίου μνημονεύεται από τον Σεραπίωνα, επίσκοπο Αντιοχείας (190 μ.Χ.), από τον Ωριγένη (253 μ.Χ.), από τον Ευσέβιο, επίσκοπο Καισαρείας και άλλους πατέρες της Εκκλησίας.

«…Από τους Ιουδαίους όμως κανένας δεν έπλυνε τα χέρια του, ούτε ο Ηρώδης ούτε κανείς από τους κριτές του. Και αφού αρνήθηκαν να το κάνουν αυτό, ο Πιλάτος σηκώθηκε. Και τότε ο Ηρώδης πρόσταξε να πάρουν τον Κύριο λέγοντας, “Οτιδήποτε σας προστάξω αυτό και να του κάνετε”...

Εκεί κοντά βρισκόταν ο Ιωσήφ, φίλος του Πιλάτου και του Κυρίου και, γνωρίζοντας ότι έμελε να τον σταυρώσουν, πήγε στον Πιλάτο και ζήτησε να του δοθεί το σώμα του Κυρίου για ταφή. Ο Πιλάτος έστειλε ανθρώπους στον Ηρώδη και ζήτησε το σώμα, ο δε Ηρώδης του είπε, “Αδελφέ Πιλάτε, κι αν ακόμη κανείς δεν το ζητούσε, είχαμε την πρόθεση να το θάψουμε μιας που πλησιάζει μάλιστα το Σάββατο, γιατί είναι γραμμένο πως δεν πρέπει να δύσει ο ήλιος πάνω στο σώμα ανθρώπου που έχει παραδοθεί για εκτέλεση”.
Και τον παρέδωσε στον όχλο την παραμονή της ημέρας του αζύμου άρτου, της γιορτής τους. Κι εκείνοι πήραν τον Κύριο και τον έσπρωχναν καθώς έτρεχαν και έλεγαν, “Ας βιαιοπραγήσουμε στο Γιο του Θεού μιας και έχουμε εξουσία πάνω του”. Και τον έντυσαν με πορφυρένια χλαμύδα, τον έβαλαν να καθίσει πάνω στην έδρα της κρίσης και του έλεγαν, “Κρίνε δίκαια βασιλιά του Ισραήλ”. Κι ένας απ’ αυτούς έφερε ένα στέμμα από αγκάθια και το ’βαλε στο κεφάλι του Κυρίου. Και άλλοι έφτυναν στα μάτια του, άλλοι τον χαστούκιζαν, άλλοι τον τρυπούσαν μ’ ένα καλάμι κι άλλοι τον μαστίγωναν λέγοντας, “Μ’ αυτή την τιμή ας τιμήσουμε το Γιο του Θεού”.
Και έφεραν δύο κακοποιούς και σταύρωσαν τον Κύριο ανάμεσά τους. Εκείνος όμως διατηρούσε τη γαλήνη του σαν να μην πονούσε διόλου. Και όταν τον ύψωσαν το σταυρό, έγραψαν τον τίτλο, “Αυτός είναι ο βασιλιάς του Ισραήλ”. Κι έχοντας πάρει τα ρούχα του, τα χώρισαν κι έβαλαν κλήρο.
Ο ένας από κείνους τους κακοποιούς, τους επιτίμησε λέγοντας, “Εμείς υποφέρουμε για το κακό που κάναμε, αυτός όμως ο άνθρωπος που έγινε Σωτήρας των ανθρώπων, τι κακό σας έχει κάνει;”
Κι εκείνοι, έχοντας οργιστεί, πρόσταξαν να μην σπάσουν τα πόδια του Κυρίου, ώστε να πεθάνει με βασανιστήρια.
Και ήταν μεσημέρι και σκοτείνιασε πάνω απ’ όλη την Ιουδαία. Και οι άνθρωποι εκείνοι ήταν ανήσυχοι κι ενοχλημένοι και φοβούνταν μήπως δύσει ο ήλιος και ο Κύριος είναι ακόμη ζωντανός, γιατί είναι γραμμένο να μη δύει ο ήλιος πάνω σε σώμα ανθρώπου που έχει παραδοθεί για εκτέλεση.
Ένας απ’ αυτούς είπε, “Δώστε να πιει χολή με ξύδι” κι εκείνοι ανακάτεψαν χολή με ξύδι και του έδωσαν να πιει, εκπληρώνοντας έτσι τα πάντα και ολοκληρώνοντας την αμαρτία πάνω στα κεφάλια τους.
Και πολλοί βάδιζαν κρατώντας λυχνάρια, γιατί νόμιζαν πως ήταν νύχτα και σκόνταφταν κι έπεφταν. Και ο Κύριος αναφώνησε, “Δύναμή μου, δύναμή μου, με εγκατέλειψες”. Και μόλις το είπε παρελήφθη. Κι εκείνη την ώρα το καταπέτασμα του ναού της Ιερουσαλήμ σχίστηκε στα δύο.
Ύστερα έβγαλαν τα καρφιά από τα χέρια του Κυρίου και τον άφησαν στη γη και η γη ολόκληρη άρχισε να τρέμει και φόβος μεγάλος απλώθηκε. Τότε ο ήλιος έλαμψε και ήταν η ένατη ώρα. Και οι Ιουδαίοι χαίρονταν κι έδωσαν το σώμα Του στον Ιωσήφ για να το θάψει μιας που είχε παρακολουθήσει όσα είχαν συμβεί. Κι εκείνος πήρε τον Κύριο, τον έπλυνε, τον τύλιξε σε ύφασμα λινό και τον πήγε στον δικό του τάφο που ονομαζόταν Κήπος του Ιωσήφ.
Τότε οι Ιουδαίοι και οι πρεσβύτεροι και οι ιερείς καταλαβαίνοντας τι κακό είχαν κάνει στους εαυτούς τους, άρχισαν να θρηνούν και να λένε, “Αλίμονο σε μας για τις αμαρτίες μας, η κρίση πλησιάζει και το τέλος της Ιερουσαλήμ”. Και εγώ με τους συντρόφους μου ήμασταν περίλυποι κι έτσι πληγωμένοι στο νου όπως ήμασταν κρυφτήκαμε, γιατί μας αναζητούσαν σαν κακοποιούς και γιατί πίστευαν ότι θέλαμε να βάλουμε φωτιά στο ναό. Για όλα αυτά νηστεύαμε και θρηνούσαμε και κλαίγαμε νύχτα και μέρα μέχρι το Σάββατο.
Οι γραμματείς όμως, οι Φαρισαίοι και οι πρεσβύτεροι, συγκεντρώθηκαν και έχοντας πληροφορηθεί ότι οι άνθρωποι μουρμούριζαν και χτυπούσαν το στήθος τους λέγοντας, “Αν με το θάνατο αυτό συνέβησαν τόσο θαυμαστά σημεία, τότε πόσο δίκαιος ήταν στ’ αλήθεια εκείνος ο άνθρωπος!”, φοβήθηκαν και οι πρεσβύτεροι πήγαν στον Πιλάτο και τον παρακάλεσαν λέγοντας, “Δώσε μας στρατιώτες να φυλάξουν τον τάφο του για τρεις ημέρες μη τυχόν κι έλθουν οι μαθητές του και κλέψουν το σώμα του και οι άνθρωποι υποθέσουν ότι αναστήθηκε από τους νεκρούς και τότε μας κάνουν κακό”.
Τους έδωσε λοιπόν ο Πιλάτος τον εκατόνταρχο Πετρώνιο με στρατιώτες για να φυλάξουν τον τάφο και μαζί μ’ αυτούς πήγαν και οι πρεσβύτεροι και οι γραμματείς στον τάφο και κύλησαν όλοι μαζί μια μεγάλη πέτρα και την έβαλαν στην είσοδο του μνημείου. Και τοποθέτησαν επτά σφραγίδες και έστησαν μια σκηνή εκεί και φρουρούσαν τον τάφο.
Και τη νύχτα της ημέρας του Κυρίου που πλησίαζε, καθώς οι στρατιώτες φρουρούσαν δύο – δύο κάθε βάρδια, ακούστηκε φωνή μεγάλη στους ουρανούς. Και είδαν τους ουρανούς να ανοίγουν και να κατεβαίνουν μέσα σε φως μεγάλο δύο άνδρες και να πλησιάζουν τον τάφο. Κι εκείνη η πέτρα που είχε στηθεί στην είσοδο κύλησε μόνη της κι ο τάφος άνοιξε και οι δύο νεαροί άνδρες μπήκαν μέσα.
Βλέποντας αυτά οι στρατιώτες ξύπνησαν τον εκατόνταρχο και τους πρεσβύτερους. Και μόλις τους ανέφεραν όσα είχαν δει, βλέπουν ξανά τρεις άνδρες να βγαίνουν από τον τάφο, οι δύο από τους οποίους κρατούσαν τον τρίτο και έναν σταυρό να τους ακολουθεί. Τα κεφάλια των δύο έφταναν μέχρι τους ουρανούς, το κεφάλι όμως εκείνου που οδηγούσαν ξεπερνούσε τους ουρανούς. Και άκουσαν μια φωνή από τους ουρανούς να λέει, “Κήρυξες σ’ εκείνους που κοιμούνται”. Και μια απάντηση ήρθε από το σταυρό “Ναι”.
Οι φύλακες συζητούσαν μεταξύ τους αν θα έπρεπε να φύγουν και να πάνε να πουν τα συμβάντα στον Πιλάτο και καθώς τα σκέφτονταν αυτά, οι ουρανοί φάνηκε ν’ ανοίγουν ξανά, να κατεβαίνει ένας άνδρας και να μπαίνει στο μνημείο. Όταν ο εκατόνταρχος κι εκείνοι που ήταν μαζί του είδαν αυτά τα πράγματα, έσπευσαν νύχτα στον Πιλάτο εγκαταλείποντας τον τάφο που φρουρούσαν και του ανέφεραν όλα όσα είχαν δει με φανερή στεναχώρια και λέγοντας, “Στ’ αλήθεια ήταν Υιός του Θεού”.
Ο Πιλάτος απαντώντας τους είπε, “Είμαι αθώος από το αίμα του Υιού του Θεού. Εσείς το αποφασίσατε”.
Μαζεύτηκαν όλοι τριγύρω του κι άρχισαν να τον παρακαλούν και να τον ικετεύουν να προστάξει τον εκατόνταρχο και τους στρατιώτες να μην πουν τίποτε από όσα είδαν. “Είναι καλύτερα για μας να είμαστε ένοχοι της μεγαλύτερης αμαρτίας ενώπιον του Θεού παρά να πέσουμε στα χέρια του λαού των Ιουδαίων και να μας λιθοβολήσουν”, είπαν. Έτσι, ο Πιλάτος πρόσταξε τον εκατόνταρχο και τους στρατιώτες να μην πουν τίποτε.
Και την αυγή της ημέρας του Κυρίου, η Μαρία η Μαγδαληνή, μια μαθήτρια του Κυρίου, μη έχοντας κάνει – φοβούμενη τους Ιουδαίους που έβραζαν από οργή – στον τάφο του Κυρίου όλα εκείνα που συνηθίζονται για εκείνους που είναι αγαπημένοι, πήρε τις φίλες της και πήγε στο μνημείο όπου τον είχαν αποθέσει. Και είχαν φόβο μεγάλο, μη τυχόν και τις δουν οι Ιουδαίοι κι έλεγαν, “Εκείνη την ημέρα που σταυρώθηκε, δεν μπορούσαμε να κλάψουμε και να θρηνήσουμε, τώρα όμως ας τα κάνουμε αυτά στο μνημείο του. Ποιος όμως θα κυλήσει την πέτρα που έβαλαν στην είσοδο του μνημείου ώστε να μπούμε και να κάνουμε αυτά που πρέπει; Η πέτρα είναι μεγάλη και υπάρχει φόβος να μας δει κάποιος. Και αν πάλι δεν μπορέσουμε, θα αφήσουμε τα πράγματα που φέρνουμε σαν ένα μνημόσυνο για εκείνον και θα κλάψουμε και θα θρηνήσουμε μέχρις ότου επιστρέψουμε στο σπίτι μας”.
Πήγαν λοιπόν εκεί και βρήκαν τον τάφο ανοιγμένο. Πλησιάζοντας κοίταξαν μέσα και είδαν έναν νεαρό άνδρα να κάθεται στην μέση του τάφου, όμορφο και ντυμένο μ’ ένα μανδύα εξαιρετικά φωτεινό, που τους είπε, “Από πού έρχεστε; Ποιον ζητάτε; Εκείνον που σταυρώθηκε; Έχει αναστηθεί κι έχει φύγει. Αν όμως δεν πιστεύετε κοιτάξτε μέσα το μέρος που τον έβαλαν να δείτε ότι δεν βρίσκεται εδώ, γιατί έχει αναστηθεί κι έχει πάει εκεί όπου στάλθηκε”. Τότε οι γυναίκες φοβήθηκαν κι έφυγαν.
Ήταν πια η τελευταία ημέρα των αζύμων και πολύς κόσμος πηγαινοερχόταν επιστρέφοντας στα σπίτια τους, μια που η γιορτή τελείωνε. Εμείς όμως, οι δώδεκα μαθητές του Κυρίου, κλαίγαμε και ήμασταν θλιμμένοι. Κι ο καθένας μας, περίλυπος από όσα συνέβαιναν έφευγε για το σπίτι του. Όμως εγώ ο Σίμων Πέτρος και ο αδελφός μου Ανδρέας, πήραμε τα δίχτυα μας και πήγαμε στη θάλασσα κι ήταν μαζί μας εκεί ο Λεβί, ο γιος του Αλφαίου, τον οποίο ο Κύριος …».  

ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΡΘΡΟ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ «ΤΑ ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ», ΤΟΜΟΣ 1, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΥΡΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ, ΑΘΗΝΑ 1991

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου