Στην
ελληνική ιστορική της απαρχή η φιλοσοφική αναζήτηση εμφανίζεται βεβαιωμένη για
τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη νοητική (λογική) δυνατότητα του ανθρώπου και
στην αίσθηση της όρασης. Η όραση «εγγράφει» στον νου την «εικόνα» (μορφή) των
ορωμένων πραγμάτων. Και ο νους έχει την κριτική και φανταστική δυνατότητα να αφαιρεί τα ατομικά και περιστατικά
γνωρίσματα αυτών των αλλεπάλληλων «εγγραφών» και να ανάγεται στην κοινή ενική
εικόνα – νόημα των ομοειδών αντικειμένων...
Η αφαιρετική
διασάφηση της εικόνας – νοήματος των ομοειδών αντικειμένων, δηλαδή η κριτική
και φανταστική δυνατότητα του νου, είναι πάντοτε ανα – λογική, συγκριτική των λόγων ή σχέσεων των ποικίλων εικόνων –
νοημάτων που «εγγράφονται» στο νου από την εμπειρία των υπαρκτών. Είναι η
δυνατότητα συν – είδησης: σύγκριση
και σύνθεση του συνόλου των ειδήσεων
που δέχεται ο νους από τον κόσμο και τη ζωή. Προοδευτικά η λέξη συνείδηση
παίρνει πολυσήμαντο περιεχόμενο, αλλά η καταρχήν σημασία της αναφέρεται στην ικανότητα
του ανθρώπινου νου (ή της ψυχής) να δέχεται τη γνώση του κόσμου και τη ζωής ως
σύνολο ειδήσεων, δηλαδή προϊόντων της
όρασης, εικόνων, και να συνθέτει αυτές τις ειδήσεις ανα – λογικά, συγκρίνοντας
και διασαφηνίζοντας τον λόγο της ταυτότητας των φαινομένων πέρα από τα ατομικά
– περιστατικά τους γνωρίσματα.
Ένας από
τους Έλληνες προσωκρατικούς φιλοσόφους, ο Δημόκριτος, παρατήρησε ότι η
αποτύπωση των εικόνων στο νου και η κριτική και αφαιρετική τους διασάφηση είναι
γεγονός αντίστοιχο με το έργο των αγαλματοποιών της εποχής του: Ο Έλληνας
καλλιτέχνης του 5ου π.Χ. αιώνα δεν αποβλέπει στην πιστή αναπαράσταση
του φυσικού προτύπου, δηλαδή σε μια τεχνητή αναπαραγωγή του, αλλά σε εκείνο το
είδος της απεικόνισης που επιτρέπει την άμεση θέα του λόγου ή του νοήματος του
εικονιζόμενου όντος. Γι’ αυτό και πραγματοποιεί ένα είδος αφαίρεσης,
προκειμένου να πετύχει την αναγωγή του συγκεκριμένου στη συν – ειδησιακή λογική
αρμονία και αρτιότητα. Έτσι το έργο της τέχνης, το άγαλμα, χρησιμεύει για το
μέτρο της ομορφιάς του φυσικού προτύπου, όχι αντίστροφα. Είναι άγαλμα το έργο της τέχνης, γιατί
προσφέρει την αγαλλίαση και ευφροσύνη της αληθινής θεώρησης του κόσμου,
αποτυπώνει στην ύλη την μετά λόγου
θέαση του όντος, αναφέρει τα αισθητά στη λογική
τους πραγματικότητα που είναι πιο πραγματική από την περιστατική εντύπωση: η
τέχνη προσφέρει έναν τρόπο όρασης που ερμηνεύει τον κόσμο.
Για τον
Δημόκριτο λοιπόν η γλώσσα λειτουργεί
όπως και η τέχνη των αγαλματοποιών: Ονομάζοντας ένα πράγμα αποτυπώνουμε στο
όνομα την εικόνα του, αλλά αυτή η εικόνα δεν εξαντλείται στα περιστατικά –
ατομικά γνωρίσματα του συγκεκριμένου όντος: τα αφαιρεί και τα υπερβαίνει
ανάγοντας τον νου στη συν – είδηση των ομοειδών αντικειμένων, στο καθολικό λόγο
ή νόημα του ονομαζόμενου όντος. Η λειτουργία της γλώσσας πραγματοποιείται «διά
ονομάτων ως δι’ εικόνων», τα ονόματα είναι «αγάλματα φωνήεντα», δηλαδή
εποπτικές παραστάσεις της λογικής
πραγματικότητας των όντων: Η εικονιστική λειτουργία της γλώσσας αναδείχνει και
φανερώνει τις «δυνάμεις» των πραγμάτων, τις λογικές δυνατότητες των όντων –
δυνατότητες αναγωγής και οργανικής ένταξης στην καθολική λογική αρμονία των
ειδήσεων – εικόνων του κόσμου.
Η
εικονολογική ερμηνεία της γλώσσας από τον Δημόκριτο δεν μας αφήνει περιθώρια
αμφιβολίας για τον χαρακτήρα της γνώσης ως θεωρίας – εποπτείας. Ακόμα και για
τις πιο αφηρημένες έννοιες, όπως και για τα ρήματα και τους επιθετικούς
προσδιορισμούς που χρησιμοποιούμε στη γλώσσα, έχουμε κάποιες αφετηριακές
εικόνες και μυθικά παραδείγματα που
μας οδήγησαν στην κατανόησή τους. Όταν ένα μικρό παιδί μας ζητάει να του
ερμηνεύσουμε μια αφηρημένη έννοια, του απαντάμε με μια εικόνα παραστατική των
σχέσεων που ορίζουν το γεγονός το σημαινόμενο από αυτή την έννοια. Στην
αφετηρία των διαμορφώσεων της γλωσσικής εκφραστικής και αντιληπτικής μας
ικανότητας βρίσκονται τέτοιες παραδειγματικές εικόνες και συμβολικές
υποτυπώσεις. Και όσο πιο «λεπτή» και αφηρημένη η νοηματική απόχρωση της λέξης,
τόσο μεγαλύτερη η ανάγκη να επικαλεσθούμε τις ερμηνευτικές δυνατότητες του
μύθου, δηλαδή της βιωματικής αναγωγής στην εμπειρία των σχέσεων που σημαίνονται
με την αφηρημένη ακουστική εικόνα.
Το ερώτημα
που μπορεί να γεννηθεί με την εικονολογική ερμηνεία της γλώσσας από τον
Δημόκριτο, είναι για τη σχέση ανάμεσα στο ονομαζόμενο ον και στην καθολική
νοηματική εικόνα που του δίνει λογική ταυτότητα: Πρέπει να ταυτίσουμε την
ύπαρξη με την ατομική περιστατική μορφή της ετερότητας του συγκεκριμένου όντος,
ή με την καθολική νοηματική εικόνα της συν – ειδησιακής σύλληψης που φανερώνει στον νου το συγκεκριμένο όν,
το κάνει φαινόμενο – είδηση – υπαρκτό γεγονός; Ποιο είναι τελικά το όντως
υπαρκτό; Το αισθητά ή το νοητά ορώμενο; Και ποια είναι η πραγματική γνώση: η
άμεση αίσθηση του συγκεκριμένου ή η κατανόησή
του; Αλλά με τα ερωτήματα αυτά μπαίνουμε κιόλας στον χώρο της πλατωνικής
εικονολογίας.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΡΘΡΟ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ «ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΔΟΜΟΣ»,
ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ 1988
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ
Ο Χρήστος Γιανναράς είναι σύγχρονος Έλληνας καθηγητής φιλοσοφίας
και συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 10 Απριλίου 1935. Σπούδασε θεολογία
στην Αθήνα και φιλοσοφία στη Βόννη και το Παρίσι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου